10.03. Η Διάδοση του Χριστιανισμού
Η εμφάνιση του Παύλου στο προσκήνιο της χριστιανικής δραστηριότητας σηματοδοτεί το αληθινό άνοιγμα του Χριστιανισμού προς τους Έλληνες
και μέσω αυτών προς όλους τους λαούς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Παύλος, με το εβραϊκό όνομα Σαούλ, γόνος εύπορης εξελληνισμένης εβραϊκής οικογένειας της Ταρσού της Κιλικίας,
στην αρχή είχε διακριθεί ως φανατικός αντίπαλος του Χριστιανισμού,
όμως αργότερα μεταβάλλεται σε φλογερό κήρυκα της διδασκαλίας του Χριστού και θέτει ως μοναδικό στόχο της ζωής του τη διάδοσή της στα έθνη.
Ο Παύλος, Ρωμαίος πολίτης ο ίδιος, στις τρεις διαδοχικές αποστολικές περιοδείες του
στην Κύπρο,
τη Μικρά Ασία και
την Ελλάδα (45-60 μ.Χ.),
χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα στα κηρύγματα και τις επιστολές του, οικειοποιείται ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας και κάνει την ελληνική σκέψη μέσο επικοινωνίας και εργαλείο της προσπάθειάς του για τη διάδοση του λόγου του Χριστού στην οικουμένη.
Ο Παύλος, δέσμιος, οδηγείται στη Ρώμη το 61 μ.Χ.
Εκεί θα θανατωθεί το 64 μ.Χ.
κατά τον διωγμό των Χριστιανών,
όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Νέρωνας.
Η διάδοση του Χριστιανισμού
Η νέα θρησκεία είναι φορέας πραότητας και παρηγοριάς.
Αυτός είναι ο λόγος που κερδίζει οπαδούς σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Κυρίως ο Χριστιανισμός προσελκύει αρχικά τους φτωχούς πληθυσμούς των μεγάλων πόλεων.
Η ύπαιθρος, περισσότερο δεμένη με τις παραδόσεις, παραμένει, για πολύ, πιστή στην αρχαία θρησκεία.
Σιγά-σιγά όμως ο Χριστιανισμός αποκτά οπαδούς και ανάμεσα στους ανώτερους οικονομικούς, πνευματικούς και διοικητικούς κύκλους και
μερικές φορές αγγίζει και μέλη του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος.
Στο μεταξύ η Εκκλησία, η οποία δρα μέσα στο ρωμαϊκό κράτος, καθορίζει τη διοικητική της οργάνωση σύμφωνα με την οργάνωση του κράτους.
Σε κάθε διοικητική μονάδα αντιστοιχεί μια επισκοπή με το δικό της επίσκοπο,
Ο επίσκοπος εκλέγεται από το λαό και έχει ως έργο την πνευματική καθοδήγηση της τοπικής εκκλησίας.
Ήδη στα τέλη του 2ου αιώνα στην ανατολική περιοχή της Αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων και
η δράση της Εκκλησίας αγκαλιάζει τους τομείς της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πρόνοιας και, συχνά, της οικονομικής διαχείρισης.
Αντίθετοι με τα θεάματα οι Χριστιανοί αποφεύγουν την επιδεικτική δημόσια ζωή.
Για να αποφύγουν την επαφή με τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας τελούν μυστικά τις λατρευτικές εκδηλώσεις τους.
Αυτό τους καθιστά ύποπτους.
Ακόμη η αντίθεσή τους στη λατρεία του αυτοκράτορα εμφανίζεται επικίνδυνη για την ενότητα του κράτους.
Όχι και τόσο συστηματικοί κατά τους δύο πρώτους αιώνες, οι διωγμοί κατά των Χριστιανών γενικεύονται και γίνονται φοβεροί κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Ο Δέκιος (249-251) και ο Διοκλητιανός (284-305)
εξαπολύουν τους φοβερότερους διωγμούς κατά των Χριστιανών σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας.