FastLean.gr Ιστορία - Α' Λυκείου 1.2.3 Η ιστορία

1.2.3 Η ιστορία

Η προϊστορία. Η προέλευση των πρώτων κατοίκων της Αιγύπτου είναι άγνωστη και καμία επιστημονική απάντηση σε ό,τι αφορά την καταγωγή τους δεν είναι πειστική.

Πρόκειται μάλλον για λαούς διαφορετικής προέλευσης.

Τα πρωιμότερα δείγματα οργανωμένης ζωής στην Αίγυπτο ανάγονται στα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ.

Είναι οικισμοί νεολιθικού χαρακτήρα, των οποίων οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης, το κυνήγι και το ψάρεμα.

Την 4η χιλιετία π.Χ.

οι οικισμοί στην κοιλάδα του Νείλου πληθαίνουν.

οι κάτοικοι τους γνωρίζουν τη χρήση των μετάλλων και καλλιεργούν συστηματικά τη γη.

Ήταν χωρισμένοι σε φυλές που η καθεμιά έχει το δικό της ηγεμόνα και προστάτη, ένα θεοποιημένο ζώο, φυτό ή αντικείμενο.

Οι συνεχείς συγκρούσεις ανάμεσα στις φυλές καταλήγουν στη συνένωση τους σε δύο βασίλεια, της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου.

Η περίοδος αυτή, που ονομάζεται προδυναστική, τελειώνει περίπου στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., όταν ο ηγεμόνας της Άνω Αιγύπτου, γνωστός στην παράδοση με το όνομα Μήνης, ένωσε τα δύο βασίλεια σε ένα με πρωτεύουσα τη Μέμφιδα, στο νότιο άκρο του Δέλτα.

Έκτοτε αρχίζει η ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου, η οποία διακρίνεται σε τρεις μεγάλες περιόδους, ενώ τριανταμία δυναστείες κυριάρχησαν μέχρι την κατάληψη της χώρας από το Μ.Αλέξανδρο.

Το Αρχαίο Βασίλειο (περ.3000-2000 π.Χ.) με πρωτεύουσα τη Μέμφιδα.

Την περίοδο αυτή οι Αιγύπτιοι επεκτείνουν τις κατακτήσεις τους σε γειτονικές περιοχές με στόχο την απόκτηση μετάλλων.

Στα νότια καταλαμβάνουν τη Νουβία (σημ.

Σουδάν), που είχε κοιτάσματα χρυσού, καιστα ανατολικά την πλούσια σε χαλκό χερσόνησο του Σινά.

Την εποχή της ακμής του Αρχαίου Βασιλείου κατασκευάστηκαν μεγάλα οικοδομήματα, όπως ναοί, ανάκτορα και οι μεγάλες πυραμίδες στη Γκίζα.

Στο τέλος αυτής της περιόδου σημειώθηκε κρίση που οφείλεται στην εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας και στην αύξηση της δύναμης ορισμένων τοπικών διοικητών.

Θρησκευτικές έριδες αλλά και πολιτικές ταραχές είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ζωής των χωρικών και των ευγενών.

Το Μέσο Βασίλειο (περ.2000-1540 π.Χ.) με πρωτεύουσα τη Θήβα στην Ανω Αίγυπτο.

Τους πρώτους αιώνες αυτής της περιόδου το κράτος αναδιοργανώθηκε και επιχειρήθηκαν εκστρατείες στη Νουβία, τη Λιβύη και τη Συρία.

Οι περισσότεροι ηγεμόνες ήταν προικισμένοι με διοικητικές ικανότητες και είχαν ανοικτούς πνευματικούς ορίζοντες.

Ενέπνευσαν στους υπηκόους τους την κατασκευή αρχιτεκτονικών και εγγειοβελτιωτικών έργων.

Ακολούθησε, ωστόσο, μια μεταβατική περίοδος περίπου δύο αιώνων, στη διάρκεια της οποίας η Αίγυπτος στο μεγαλύτερο μέρος της κατακτήθηκε από έναν ασιατικό, νομαδικό λαό, τους Υξώς.

Η διακυβέρνησή τους, όπως φαίνεται, δεν στράφηκε εναντίον του αιγυπτιακού τρόπου ζωής, καθώς δεν έκαναν καμία απόπειρα να εξαλείψουν τις θρησκευτικές δοξασίες και τις αιγυπτιακές παραδόσεις.

Οι τελευταίοι ηγεμόνες των Υξώς επέβαλαν αυστηρή διακυβέρνηση αιγυπτιακού χαρακτήρα.

Έφεραν το βασιλικό τίτλο της Άνω και Κάτω Αιγύπτου και ίσως ήρθαν σε επιμειξία με τον αιγυπτιακό βασιλικό οίκο των Θηβών.

Ανέπτυξαν καλές σχέσεις με τους λαούς της Μεσοποταμίας και τους Κρήτες.

Πιθανότατα, την εποχή αυτή οι Αιγύπτιοι γνώρισαν από τους Υξώς το πολεμικό άρμα, όπως υποδεικνύει η ευρεία διάδοση και χρήση του κατά την επόμενη περίοδο.

Το Νέο Βασίλειο (1540-1075 π.Χ.) με πρωτεύουσα τη Θήβα.

Οι ηγεμόνες της Θήβας κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Υξώς και ίδρυσαν ισχυρές δυναστείες με σημαντικούς φαραώ.

Την περίοδο αυτή οι εξωτερικοί πόλεμοι αύξησαν τον πλούτο της Αιγύπτου.

Στα χρόνια της βασιλείας ενός ισχυρού φαραώ, του Τούθμωσι Γ’ (15ος αι.π.Χ.), η αιγυπτιακή κυριαρχία επεκτάθηκε προς βορρά στην Ασία μέχρι τη Συρία.

Οι λαοί της Μεσοποταμίας και οι Χετταίοι έστελναν φόρους υποτέλειας αναγνωρίζοντας την αιγυπτιακή κυριαρχία στη Συρία.

Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Τούθμωσι Γ’, οι Αιγύπτιοι επεξέτειναν τα σύνορά τους και προς τα νότια.

Η ανώτερη στρατιωτική οργάνωση και ο οπλισμός, που βασιζόταν στη χρήση του αλόγου και στα πολεμικά άρματα, επέβαλαν την ειρήνη στο νότο με στόχο την προστασία των χρυσοφόρων περιοχών.

Το 14ο αι.π.Χ., ο φαραώ Ακενατών θέλησε να προχωρήσει σε θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις επιβάλλοντας το μονοθεϊσμό, τη λατρεία του θεού Ήλιου.

Επρόκειτο όμως για προσπάθεια που δεν έφερε αποτέλεσμα.

Υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν εγκαταλείψει τις παλαιές θεότητες.

Το 13ο αι.π.Χ., κυβέρνησε ο Ραμσής Β’, τον οποίο οι αιγυπτιολόγοι αποκάλεσαν Μέγα, διότι στη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του σημειώθηκε οικοδομική άνθηση στο εσωτερικό και ισχυροποιήθηκε η αιγυπτιακή κυριαρχία στο εξωτερικό.

Στην εποχή του οι επιφάνειες των τοίχων των ναών διακοσμούνται με σκηνές μαχών δίνοντας την εντύπωση ενός φαραώ-πολεμιστή.

Οι σύγχρονοι όμως μελετητές είναι επιφυλακτικοί στην αξιολόγηση των κατορθωμάτων του.

Τα περισσότερα ανάγλυφα απεικονίζουν τη μάχη τον Καντές που έγινε στην περιοχή της Συρίας.

Οι αιγυπτιακές πηγές θεωρούν τη μάχη ως αιγυπτιακή νίκη, στην πραγματικότητα όμως ο συνασπισμός των Χετταίων με άλλους λαούς της Μεσοποταμίας αποδείχθηκε αποτελεσματικότερος.

Τη λαμπρή αυτή περίοδο του Νέου Βασιλείου, οι Αιγύπτιοι εκτός από τις κατακτήσεις, δημιούργησαν εμπορικές σχέσεις με πόλεις της Φοινίκης, με την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου.

Το 12ο αι.π.Χ. λαοί προερχόμενοι από τα βόρεια, γνωστοί ως λαοί της θάλασσας, προκαλούν αναταραχή με τις επιδρομές τους στην ανατολική Μεσόγειο και αναγκάζουν τους Αιγυπτίους να εγκαταλείψουν τις ασιατικές τους κτήσεις.

Τον 11ο αι.π.Χ. το Νέο Βασίλειο βρίσκεται πλέον σε παρακμή που οφείλεται εν μέρει στην προσπάθεια ισχυρών ιερέων να επιβληθούν στην εξουσία.

Η ξένη κατάκτηση

Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι την κατάληψη της Αιγύπτου από το Μ.

Αλέξανδρο, ήταν μια μεταβατική φάση ξένης κατοχής με αναλαμπές ισχυροποίησης του αιγυπτιακού κράτους.

Από τον 11ο αι.π.Χ. μέχρι τον 7ο αι.π.Χ. η Αίγυπτος παρακμάζει και βρίσκεται κάτω από ξένη κυριαρχία.

Στο πρώτο μισό του 7ου αι.π.Χ. αποκτά την ανεξαρτησία της από τους Ασσύριους, όταν ο Ψαμμήτιχος κατορθώνει να γίνει φαραώ και κάνει πρωτεύουσα του κράτους τη Σάιδα στο Δέλτα.

Τότε αναπτύσσεται ιδιαίτερα το εμπόριο με τις ελληνικές πόλεις και πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν στην Αίγυπτο.

Την εποχή του διαδόχου του, φαραώ Νεκώ, τον 6ο αι.π.Χ., πιθανότατα οι Φοίνικες κατά παραγγελία του φαραώ έκαναν τον περίπλου της Αφρικής.

Την περίοδο αυτή της Σαϊτικής δυναστείας πολλοί Έλληνες χρησιμοποιήθηκαν ως μισθοφόροι στους πολέμους που διεξήγαγαν οι φαραώ.

Ο Άμασις, αν και ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με ελληνικές πόλεις, θέλοντας να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων μισθοφόρων, τους ενέταξε στη βασιλική σωματοφυλακή.

Ωστόσο, περιόρισε το ελληνικό εμπόριο μέσα στην Αίγυπτο, επιτρέποντας τη διεξαγωγή του μόνο στη Σάιδα, τη Μέμφιδα και τη Ναύκρατι, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε στον κυριότερο ελληνικό εμπορικό σταθμό στη Μεσόγειο.

Ο Άμασις υποστήριξε τους Βαβυλώνιους, όταν ηττήθηκαν από τον Κύρο Β’, βασιλιά των Περσών (539 π.Χ.).

Τελικά η Αίγυπτος ενσωματώθηκε στην περσική αυτοκρατορία, όταν ο γιος και διάδοχος του Κύρου Β’, ο Καμβύσης, απομάκρυνε από το θρόνο το γιο του Άμασι, Ψαμμήτιχο Γ (525 π.Χ.).

Έκτοτε οι Αιγύπτιοι πέρασαν στη διακυβέρνηση των Αχαιμενιδών Περσών βασιλέων.

Όταν ο Μ.Αλέξανδρος νίκησε τους Πέρσες στην Ισσό (333 π.Χ.), προέλασε μέχρι την Αίγυπτο. όπου έγινε δεκτός ως απελευθερωτής από τον περσικό ζυγό. Ανακηρύχθηκε φαραώ στη Μέμφιδα (332 π.Χ.) και προσφωνήθηκε γιος του Άμμωνα-Δία από τους ιερείς του θεού.