2.1.2 Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός
Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ.)
διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός.
Έχει ονομαστεί συμβατικά μυκηναϊκός από τους ερευνητές, γιατί το σπουδαιότερο κέντρο του ήταν η «πολύχρησος Μυκήνη», όπως αναφέρεται στα ομηρικά έπη.
Ο πολιτισμός αυτός ήταν δημιούργημα ελληνικών φύλων, γνωστών με ποικίλα ονόματα από τις πηγές: Αχαιοί, Δαναοί, Ίωνες, Αργείοι κ.ά.
Τα ελληνικά αυτά φύλα, αφού παγίωσαν τις εγκαταστάσεις τους στην ηπειρωτική χώρα, δέχτηκαν τις επιδράσεις των άλλων αιγαιακώνπολιτισμών, ιδιαίτερα του μινωικού.
Στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στον αιγαιακό χώρο, στα νησιά, την Κρήτη και στις ακτές της Μ.Ασίας.
Την περίοδο της μεγάλης ακμής ξεπέρασαν τα όρια του Αιγαίου και εγκαταστάθηκαν, άλλοτε μόνιμα και άλλοτε περιστασιακά, στην Κύπρο και στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου.
Τα σπουδαιότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου ήταν οι Μυκήνες, το Αργός, η Τίρυνθα στην Αργολίδα, η Πύλος στη Μεσσηνία, οι Αμύκλες στη Λακωνία, ο Ορχομενός, η Θήβα και ο Γλας στη Βοιωτία, η Αθήνα, η Ελευσίνα, ο Μαραθιόνας στην Αττική και η Ιωλκός στη Θεσσαλία.
Τα περισσότερα κέντρα είχαν ιδρυθεί σε επιλεγμένες θέσεις οι οποίες διευκόλυναν την εποπτεία μεγάλης σε έκταση περιοχής.
Η ίδρυσή τους συνδυαζόταν στις περισσότερες περιπτώσεις με την κατασκευή ανακτόρου και ισχυρής οχύρωσης.
Τις πρώτες πληροφορίες για το μυκηναϊκό κόσμο είχαμε από τα ομηρικά έπη.
Μέχρι τον περασμένο αιώνα όμως οι ιστορικοί και οι ερευνητές πίστευαν ότι τα πρόσωπα και γενικότερα η εικόνα της ζωής που παρουσίαζαν τα έπη ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Ομήρου.
Οι διηγήσεις του απέκτησαν ιστορική υπόσταση, όταν ένας πλούσιος έμπορος, ο Heinrich Schliemann (Ερίκος Σλήμαν), έκανε τις πρώτες ανασκαφές στις Μυκήνες (1876).
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, οι αρχαιολογικές έρευνες σε πολλά μέρη της Ελλάδας και η μελέτη των ευρημάτων τους έχουν ρίξει πολύ φως στη γνώση αυτής της εποχής.
Αποκορύφωμα όλων των ερευνών που αφορούν το μυκηναϊκό πολιτισμό ήταν η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β΄ γραφής από τον Μ.Ventris και τον J.Chadwick (1952).
Η γραμμική Β’ χρησιμοποιήθηκε από ειδικευμένους γραφείς στα μυκηναϊκά ανάκτορα.
Η ανάγνωση των πινακίδων που βρέθηκαν στην Πύλο, στην Κνωσό, στις Μυκήνες και στη Θήβα έδειξε ότι η γραμμική Β’ είναι συλλαβική γραφή.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι επικύρωσε την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Αποδείχθηκε ότι τα σύμβολα της αποδίδουν λεξεις της ελληνικής γλώσσας.
Αποδίδουν στην πραγματικότητα μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, αρχαιότερη και από εκείνη των ομηρικών επών.
Οι πληροφορίες, ωστόσο, που μας δίνουν οι πινακίδες έχουν λογιστικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή κατάλογοι αντικειμένων και περιουσιακών στοιχείων ηγεμόνων ή εμπόρων της εποχής εκείνης.
Έχουν διαβαστεί, επίσης, ονόματα θεών και ανθρώπων που μας είναι γνωστά από τα έπη3.
Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα οι πινακίδες δε μας έχουν δώσει ένα συνεχές κείμενο.
Η ιστορική επιστήμη εντάσσει το μυκηναϊκό πολιτισμό εν μέρει στην ελληνική προϊστορία ή, για την ακρίβεια, θεωρεί ότι αποτελεί την ελληνική πρωτο-ιστορία.
Οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση τον μυκηναϊκού κόσμου.
Την κλειστή αγροτική οικονομία των οικισμών της μέσης εποχής του χαλκού ακολούθησε, όπως φαίνεται, μια μορφή οικονομικών σχέσεων βασισμένη στο εμπόριο.
Η εμπορική ανάπτυξη, ιδιαίτερα μετά το 1500 π.Χ.
ακολούθησε γρήγορους ρυθμούς και είχε ως επακόλουθο την έξοδο των Μυκηναίων στο Αιγαίο.
Μια σειρά από μέγαρα, οικοδομημένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις, επιβεβαιώνουν την οικονομική ανάπτυξη του μυκηναϊκού κόσμου.
Επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων ήταν τα μέγαρα.
Η πλειονότητα των υπηκόων ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Μια μεγάλη ομάδα αποτελούσαν οι ειδικευμένοι τεχνίτες (κεραμουργοί, ξυλουργοί, ναυπηγοί, χαλκουργοί, χρυσοχόοι, αρωματοποιοί, γιατροί κ.ά.
και μια άλλη, πολυπληθή επίσης, οι έμποροι και οι ναυτικοί.
Στην κοινωνική ιεραρχία ιδιαίτερη θέση κατείχαν οι ιερείς και ο στρατός, ο οποίος αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες.
Ο ηγεμόνας κάθε ανακτόρου διαχειριζόταν τον πλούτο της περιοχής την οποία εξουσίαζε.
Ήταν πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, με δικαστική και συγχρόνως θρησκευτική εξουσία.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη όμως που να υπονοεί την ύπαρξη θεοκρατικής οργάνωσης και ισχυρού ιερατείου.
Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι δούλοι.
Ήταν υπηρέτες που εργάζονταν για τον ηγεμόνα, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους απλούς πολίτες.
Τα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο μυκηναϊκός κόσμος σ’ όλο το χώρο της εξάπλωσής του και
που επιβεβαιώνουν την πολιτιστική συνοχή του θα ήταν ένα ενδεικτικό στοιχείο για την οργάνωση ενιαίου κράτους.
Φαίνεται όμως ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η χώρα πρέπει να ήταν χωρισμένη σε τέσσερα ή πέντε μεγαλύτερα και άλλα τόσα περίπου μικρότερα «ομοσπονδιακά» κράτη, αντίστοιχα προς τα μεγάλα ανάκτορα.
Δεν αποκλείεται τα επιμέρους μυκηναϊκά κράτη να ήταν υποτελή στο μεγαλύτερο ανακτορικό κέντρο, τις Μυκήνες.
Για την οργάνωση κάθε μυκηναϊκού κράτους δε διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, με εξαίρεση τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πινακίδες από το ανάκτορο της Πύλου.
Ανώτατος άρχοντας, σύμφωνα με τις πληροφορίες των πινακίδων, ήταν ο άνακτας (wa-na-ka),
κύριος του ανακτόρου απ’ όπου πήγαζε κάθε εξουσία.
Υποτελείς σε αυτόν ήταν τοπικοί άρχοντες, διοικητές περιφερειών.
Ο τίτλος με τον οποίο τους αναγνωρίζουμε στις πινακίδες είναι λααγέτας (ra-wa-ke-ta) [από το λα-ός + ηγούμαι].
Στην τάξη των ευγενών αναφέρονται οι επέτες (e-qe-ta) [από το έπομαι], δηλαδή οι ακόλουθοι.
Σημαντικά πρόσωπα στην περιφερειακή διοίκηση φαίνεται ότι ήταν οι τελεστές(te-re-ta).
Στους Μυκηναίους λιγότερο τιμητικόςήταν ο τίτλος βασιλεύς (qa-si-re-u).
Έτσι ονομαζόταν ο επικεφαλής οποιασδήποτε ομάδας, ακόμα και ο αρχιτεχνίτης μιας ομάδας χαλκουργών.
Αντίθετα, στα ομηρικά έπη, δηλαδή τους επόμενους αιώνες, η λέξη «βασιλεύς» στην ελληνική γλώσσα δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα.
επέβαλαν τη δική τους θαλασσοκρατια.
Τα ανασκαφικά δεδομένα αποδεικνύουν την ύπαρξη μυκηναϊκών εγκαταστάσεων ή εμπορικών σταθμών σ’ όλο το Αιγαίο.
Τους δύο επόμενους αιώνες η εξάπλωσή τους επεκτείνεται πέρα από το Αιγαίο.
Το 13ο αι.π.Χ. αποίκισαν συστηματικά την Κύπρο,
η οποία ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Φοινίκων και των Αιγυπτίων, συμβάλλοντας στον εξελληνισμό της.
Ίδρυσαν μυκηναϊκή παροικία στη φοινικική πόλη Ουγκαρίτ και επέκτειναν τις εμπορικές δραστηριότητές τους νοτιότερα,
στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.
Για την εξάπλωση και τη δύναμη των Μυκηναίων μας πληροφορούν και οι χεττιτικές πηγές.
Πινακίδες που βρέθηκαν στη Χαττούσα αναφέρονται με τιμητικό τρόπο στο βασιλιά των «Αχιγιάβα»,
τον οποίο ο βασιλιάς των Χετταίων αποκαλεί αδελφό.
Είναι πιθανό πίσω από τους Αχιγιάβα των πινακίδων να βρίσκονται οι Αχαιοί.
Εάν αυτό είναι αληθές, τότε πρέπει να δεχτούμε, όπως μας πληροφορούν οι πινακίδες,
ότι οι σχέσεις μεταξύ Αχαιών και Χετταίων ήταν φιλικές.
Ωστόσο, υπήρχαν και περίοδοι κατά τις οποίες ο Χετταίος βασιλιάς
κάνει παράπονα στον αδελφό του για τις επιδρομές των Αχιγιάβα στη χώρα του.
Κάποιοι Μυκηναίοι θα πρέπει να ήταν και οι «Αχαϊβάσα» (Αχαιοί) οι οποίοι, όπως αναφέρονται στις αιγυπτιακές επιγραφές, εισέβαλαν μαζί με τους λαούς της θάλασσας στην Αίγυπτο στις αρχές του 12ου αι.π.Χ.
Είναι βέβαιο ότι οι Μυκηναίοι επεκτάθηκαν και προς τη δυτική Μεσόγειο.
Προϊόντα τους έχουν βρεθεί στην ιταλική χερσόνησο, τη Σικελία, τη Σαρδηνία και τις ανατολικές ακτές της Ισπανίας.
Οι βλέψεις τους στράφηκαν και στα βόρεια.
Οι επαφές με τον Εύξεινο Πόντο, απ’ όπου προμηθεύονταν πρώτες ύλες και κυρίως μέταλλα, τους συνδέουν με την περίφημη τρωική εκστρατεία.
Είναι πιθανό με τον πόλεμο αυτό οι Αχαιοί να επιδίωκαν τον έλεγχο των στενών του Ελλήσποντου.
Η αρχαία ελληνική παράδοση χρονολογούσε την εκστρατεία στα 1184 π.Χ.
την εποχή δηλαδή που αρχίζει η κρίση του μυκηναϊκού κόσμου.
Το πιθανότερο είναι να συνέβη προς τα τέλη του 13ου αι.π.Χ.,
όταν οι Μυκηναίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης τους.
Η έλλειψη μυκηναϊκής εγκατάστασης στην περιοχή της Τρωάδας μας οδηγεί στη σκέψη ότι λόγοι ανασφάλειας οδήγησαν τους Έλληνες στο δρόμο της επιστροφής για τις πατρίδες τους.
Πάντως, τον πανελλήνιο χαρακτήρα της τρωικής εκστρατείας οι Έλληνες είχαν ήδη συνειδητοποιήσει από την αρχαιότητα5.
Η εξάπλωση των Μυκηναίων κατά το 14ο και 13ο αι.π.Χ.
και η οικονομική τους ανάπτυξη είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη σημασία του εμπορίου για το μυκηναϊκό κόσμο.
Από τις αρχές όμως του 12ου αι.π.Χ.
οι εμπορικές επαφές με τις χώρες της Ανατολής γίνονταν με δυσκολία.
Το χεττιτικό κράτος καταλύθηκε, ενώ οι συνεχείς επιθέσεις που δέχονταν η Κύπρος, οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου και η Αίγυπτος
είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική τους αποδυνάμωση.
Οι καταστροφές αυτές, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές μαρτυρίες, αποδίδονται στους λαούς της Θάλασσας, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Αχαϊβάσα.
Ανεξάρτητα από την υπόθεση ότι μπορεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους λαούς να ήταν και κάποιοι Αχαιοί, το αποτέλεσμα των επιδρομών μάλλον ήταν μοιραίο και για τους Μυκηναίους.
Μολονότι το Αιγαίο και τα μυκηναϊκά κέντρα δε θίχτηκαν άμεσα από τις επιθέσεις, εντούτοις οι καταστροφές των παράκτιων περιοχών της Εγγύς Ανατολής περιόρισαν και στο τέλος τερμάτισαν τις εμπορικές επαφές, που ήταν ζωτικής σημασίας για τους Μυκηναίους.
Η απώλεια των αγορών της Ανατολής φαίνεται ότι κλόνισε την οικονομία των ανακτόρων και συνέβαλε βαθμιαία αλλά σταθερά στη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου.
Η καταστροφή ίσως να ολοκληρώθηκε από εσωτερικές διενέξεις, δυναστικές έριδες και συγκρούσεις ανάμεσα στα μυκηναϊκά κέντρα.
Ο μυκηναϊκός κόσμος, αν και ήταν διασπασμένος, παρουσιάζει ωστόσο ενοποιητικά χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν την πολιτιστική του συνοχή.
Τα σπουδαιότερα είναι: Η κοινή γλώσσα.
Είναι η πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας που μαρτυρείται από την ανάγνωση των πινακίδων της γραμμικής Β’ γραφής.
Οι κοινές θρησκευτικές δοξασίες.
Παρουσιάζονται οι πρώτες λατρείες και τα ονόματα θεοτήτων, που αργότερα συνέθεσαν το ελληνικό ολυμπιακό πάνθεον.
Η ομοιομορφία σε όλες τις πτυχές του υλικού βίου.
Σ’ οποιοδήποτε σημείο εξάπλωσης των Μυκηναίων, από την Πελοπόννησο μέχρι την Κύπρο και τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου,
τα έργα της τέχνης τους,
ο πολεμικός τους εξοπλισμός,
η ενδυμασία, ακόμα και
ο καλλωπισμός
τους παρουσιάζουν ομοιομορφία.
Η μυκηναϊκή τέχνη, σε αντίθεση με τη μινωική, έχει χαρακτηριστικά αυστηρής συγκρότησης.
Οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες εξαρτιόνταν στην πλειονότητα τους από τα ανάκτορα και εξυπηρετούσαν τις ανακτορικές ανάγκες, ιδεολογικά και αισθητικά.
Δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής είναι οι οχυρωμένες ακροπόλεις με τα ανάκτορα και οι ταφικές κατασκευές.
Τα ανάκτορα οικοδομούνταν σε επιλεγμένες θέσεις που περιβάλλονταν με ισχυρά τείχη.
Το ανάκτορο ήταν απλό στη δομή του.
Πυρήνας του ήταν το μέγαρο, δηλαδή ένα ορθογώνιο οικοδόμημα που διακρίνεται σε τρία μέρη:
έναν ανοικτό χώρο μπροστά που επικοινωνεί με μια μεγάλη αυλή,
έναν προθάλαμο - τον πρόδομο - και
το κυρίως μέγαρο με μια μεγάλη εστία στο κέντροκαι τέσσερις κίονες γύρω από αυτή για τη στήριξη της οροφής.
Στη δεξιά πλευρά αυτής της αίθουσας πρέπει να ήταν τοποθετημένος ο θρόνος.
Αριστερά και δεξιά από την αυλή και το μέγαρο απλώνονταν πολλά διαμερίσματα.
Από τις ταφικές κατασκευές, οι θολωτοί τάφοι αποτελούν το σημαντικότερο επίτευγμα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής.
Διαμορφώνονταν από ένα θάλαμο εξ ολοκλήρου κτιστό σε σχήμα κυψέλης.
Στη μια πλευρά του θαλάμου ανοιγόταν είσοδος μεγάλη με τριγωνική απόληξη στο επάνω μέρος.
Στην είσοδο οδηγούσε μακρύς διάδρομος με κτιστές τις πλευρές του.
Η είσοδος έκλεινε μάλλον με ξύλινη θύρα.
Μετά την ταφή του νεκρού, όλος ο θάλαμος και ο διάδρομος καλύπτονταν με χώμα.
Έτσι όλη η κατασκευή παρουσίαζε την εικόνα ενός μικρού λόφου.
Το σπουδαιότερο δείγμα θολωτού τάφου είναι ο «θησαυρός τον Ατρέως» στις Μυκήνες.
Οι τοιχογραφίες που διακοσμούσαν τα ανάκτορα αλλά και οι αγγειογραφικές παραστάσειςυποδηλώνουν εργασία έμπειρων καλλιτεχνών.
Φαίνεται ότι στην αρχή είχαν δεχτεί τη μινωική επιρροή.
Η μινωική φυσιοκρατία περιορίστηκε όμως από τους μυκηναίους καλλιτέχνες.
Η απεικόνιση σκηνών από τη φύση αντικαταστάθηκε από τελετουργικές σκηνές και κυρίως από πολεμικές ή σκηνές κυνηγιού.
Το 12ο αι.π.Χ. τα φυτικά και τα ζωικά θέματα σχηματοποιήθηκαν,
έχασαν την υπόστασή τους και έγιναν απλά διακοσμητικά σχέδια.
Οι αντιλήψεις των Μυκηναίων και ο τρόπος που ζούσαν επηρέασαν την αισθητική τους και δημιούργησαν το μυκηναϊκό καλλιτεχνικό ύφος.