3.1.2
Τα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού κόσμου
Την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας και την εξάπλωση του Ελληνισμού στην Ανατολή ακολούθησαν σημαντικές μεταβολές στον οικονομικό τομέα,
που επηρέασαν στη συνέχεια τη δομή των ελληνιστικών βασιλείων.
Ο ελληνιστικός κόσμος, Έλληνες και αλλοεθνείς,
λειτούργησαν μέσα σε ένα ενιαίο οικονομικό σύστημα.
Τα κυριότερα οικονομικά στοιχεία που αφορούσαν τις ελληνικές πόλεις-κράτη και την περσική αυτοκρατορία,
συγχωνεύτηκαν μέσω της χρήσης κοινού νομισματικού συστήματος,
κοινής δημοσιονομικής πολιτικής και κοινού τρόπου συναλλαγών.
Οι βασιλείς ήταν κάτοχοι όλης της γης και
του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής.
Η πλούσια γεωργική παραγωγή και η ανταλλαγή των παραγόμενων αγαθών μεταξύ των βασιλείων άνοιξαν νέους ορίζοντες στο εμπόριο.
Για τη διευκόλυνση των συναλλαγών χρησιμοποιήθηκαν τα ελληνικά νομίσματα και
αποσύρθηκαν τα περσικά.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν τράπεζες και χρησιμοποιήθηκαν επιταγές.
Όσοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις τραπεζικές επιχειρήσεις αλλά και όσοι άσκησαν εξουσία ως βασιλικοί υπάλληλοι,
διαμόρφωσαν μια προνομιούχο τάξη, μια αστική τάξη που αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες και λίγους ελληνίζοντες γηγενείς.
Το μεγαλύτερο μέρος των γηγενών ήταν εργάτες και μικροκαλλιεργητές
που συγκεντρώθηκαν στις μεγαλουπόλεις για αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Μέσα σε αυτό το σύστημα οικονομικών σχέσεων ευνοήθηκε η ανάπτυξη της δουλείας.
Όπου δεν επαρκούσε η εργασία των ελεύθερων πολιτών, χρησιμοποιήθηκαν δούλοι.
Η εξαρτημένη εργασία δουλοπαροικιακού χαρακτήρα που ίσχυε στην Ανατολή, μολονότι δεν εγκαταλείφθηκε,
δεν επαρκούσε πλέον για να καλύψει τις ανάγκες της πλούσιας διαβίωσης των ηγεμόνων και των ανώτερων στρωμάτων.
Οι ανάγκες αυτές καλύφθηκαν κυρίως με τη χρησιμοποίηση δούλων.
Το σύστημα διακυβέρνησης στα ελληνιστικά βασίλεια ήταν η απόλυτη μοναρχία.
Οι ηγεμόνες συγκέντρωσαν στο πρόσωπο τους όλες τις εξουσίες και κυβέρνησαν με ένα επιτελείο από Έλληνες και λίγους γηγενείς που ανήκαν σε ανώτερα οικονομικά στρώματα και είχαν εξελληνιστεί2.
Την αίγλη των ηγεμόνων επαύξανε η λατρεία που τους αποδιδόταν από τους υπηκόους.
Σ’ αυτό το σύστημα της απόλυτης μοναρχίας ο πολίτης δεν είχε να διαδραματίσει κανένα ρόλο, ενδιαφερόταν μόνο για το ατομικό του συμφέρον.
Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από τη μητροπολική Ελλάδα στις μεγαλουπόλεις της Ανατολής
(Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο και άλλες),
που αποτέλεσαν τα
διοικητικά,
οικονομικά και
πολιτιστικά
κέντρα του ελληνιστικού κόσμου.
Ο ελλαδικός χώρος κυβερνήθηκε κατά τα πρότυπα της μακεδονικής βασιλείας.
Κάποιες πόλεις-κράτη (Αθήνα, Σπάρτη, Ρόδος, Δήλος και άλλες), όμως, διατήρησαν την αυτονομία τους, υπακούοντας πολλές φορές στις επιθυμίες των βασιλέων.
Άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου για να διατηρήσουν την αυτονομία τους οργανώθηκαν σε ομοσπονδίες,
όπως συνέβη με τους Αιτωλούς και τους κατοίκους της Αχαΐας.
Τα βασίλεια της Ανατολής.
Ο Αλέξανδρος, όταν κατέλαβε την Αίγυπτο, αναγορεύθηκε φαραώ και
όταν κατέλυσε την περσική αυτοκρατορία ανέβηκε στο θρόνο των Αχαιμενιδών κι εξουσίασε πολλούς λαούς.
Έτσι η βασιλεία έγινε προσωπική.
Ιδρύθηκε από το Σέλευκο, στρατηγό του Μ.
Αλεξάνδρου, τον ισχυρότερο από τους νικητές της μάχης στην Ιψό (301 π.Χ.).
Το βασίλειο των Σελευκιδών εμφανίστηκε ως η συνέχεια της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, καθώς είχε τα ίδια σύνορα με εκείνη.
Εξαπλώθηκε στην Ασία και περιλάμβανε ποικίλες εθνότητες.
Δεν είχε πάντοτε τα ίδια όρια.
Οι εδαφικές αυξομειώσεις του ήταν κάθε φορά ανάλογες με την ισχύ της κεντρικής εξουσίας.
Το βασίλειο των Σελευκιδών είχε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση.
Εξαπλωνόταν από τον Ινδό μέχρι τη Μεσόγειο και από τον Καύκασο και την Κασπία θάλασσα μέχρι τον Περσικό κόλπο και την Αραβία.
Επειδή ο εδαφικός του πυρήνας ήταν η περιοχή της Συρίας, γι’ αυτό έγινε γνωστό ως βασίλειο της Συρίας.
Δεν είχε εσωτερική συνοχή και τα εδάφη στις ανατολικές περιοχές και η Μ.
Οι Σελευκίδες προσπάθησαν να διατηρήσουν την ακεραιότητα του κράτους είτε με τον ισχυρό στρατό τους είτε με την ίδρυση πόλεων, όπου συγκεντρώνονταν άτομα διαφορετικών εθνοτήτων4.
Στην αρχή, πρωτεύουσα του κράτους ήταν η Σελεύκεια στον Τίγρη ποταμό.
Στη συνέχεια όμως το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε προς τη Μεσόγειο και πρωτεύουσα έγινε η Αντιόχεια στον Ορόντη ποταμό, η οποία εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό και πνευματικό κέντρο.
Αν και η πολιτική ενότητα του κράτους ήταν πλασματική, εντούτοις τον 3ο αι.π.Χ.
το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν η μεγαλύτερη δύναμη με πλούσια οικονομία, βασισμένη στη γεωργία και στο χερσαίο εμπόριο.
Από εκεί περνούσαν όλοι οι εμπορικοί δρόμοι των καραβανιών που ένωναν τις αγορές της Ανατολής με τη Μεσόγειο.
Τα βασίλεια του ελλαδικού χώρου.
Στη μητροπολιτική Ελλάδα ο θεσμός της βασιλείας είχε τις ρίζες του στη φυλετική* οργάνωση του κράτους.
Το βασιλιά τον εξέλεγε η συνέλευση των στρατιωτών και τον πλαισίωνε ένα συμβούλιο ευγενών.
Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε καθ’ όλη την αρχαιότητα στα ελληνικά φύλα που δεν εξελίχθηκαν πολιτικά και δεν οργανώθηκαν σε πόλεις-κράτη, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τους Μακεδόνες και τους Ηπειρώτες.
Έτσι ο θεσμός της βασιλείας σ’ αυτούς είχε «εθνικό» χαρακτήρα και διατήρησε το τυπικό της αναγόρευσης του βασιλιά από το στρατό, ακόμα και όταν η βασιλεία έγινε κληρονομική.
Στον ελλαδικό χώρο, καθοριστικό ρόλο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έπαιξαν το βασίλειο της Μακεδονίας και το βασίλειο της Ηπείρου.
α. Βασίλειο της Μακεδονίας.
Η έκταση του βασιλείου ήταν περιορισμένη, κυρίως στο χώρο της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και σε περιοχές της νότιας Ελλάδας.
Είχε όμως πολιτισμική ομοιογένεια και οργάνωση φυλετική*, βασισμένη στην κοινή καταγωγή των κατοίκων του.
Ο βασιλιάς ήταν ο κύριος κάτοχος της γης, των δασικών εκτάσεων και των ορυχείων.
Μεγάλο μέρος της γης ο βασιλιάς είχε εκχωρήσει ως δωρεά ανακλητή σε ευγενείς.
Εκτός από τις εκτάσεις που ανήκαν στους ευγενείς, υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων καλλιεργητών.
Αυτοί αποτελούσαν το μακεδονικό στρατό, από τον οποίο επικυρωνόταν η ανάρρηση του βασιλιά στοθρόνο5.
Τις μεγάλες γαιοκτησίες, που ανήκαν στο βασιλιά ή τους ευγενείς, καλλιεργούσαν ελεύθεροι μισθωτοί ή δούλοι.
Το βασίλειο της Μακεδονίας μετά τη διάσπαση της αυτοκρατορίας κυβέρνησε ο Κάσσανδρος.
Από τους ηγεμόνες που τον διαδέχτηκαν στο θρόνο σπουδαιότερος ήταν ο Δημήτριος Πολιορκητής, ο οποίος κατέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας για επτά χρόνια (294-287 π.Χ.)
και διώχθηκε στη συνέχεια από τον Πύρρο, το βασιλιά της Ηπείρου.
Το βασίλειο, στη συνέχεια, ταλαιπωρήθηκε από την έλλειψη ισχυρής εξουσίας και κυρίως από την επιδρομή των Γαλατών (280 π.Χ.)
φύλων κελτικής καταγωγής από τη βορειοδυτική Ευρώπη.
Τους Γαλάτες, που προξένησαν πολλές καταστροφές στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη νότιο Ελλάδα, απομάκρυνε οριστικά από τον ελλαδικό χώρο ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημήτριου Πολιορκητή (277 π.Χ.).
Αυτός έγινε ο ιδρυτής της νέας μακεδονικής δυναστείας των Αντιγονιδών, που κυβέρνησαν μέχρι την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.)
Οι βασιλείς που κυβέρνησαν το 2ο αι.π.Χ.)
εξασθένισαν το κράτος και τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στη νότια Ελλάδα.
Το πολιτικό σύστημα της απόλυτης μοναρχίας που κυριάρχησε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ηγεμόνων δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη των πόλεων-κρατών.
Έτσι, η πόλη-κράτος, που ήδη βρίσκεται σε παρακμή ως οργανωτικός θεσμός, επιβιώνει πλέον την εποχή αυτή μέσα από τα ακόλουθα σχήματα: ♦ Οι περισσότερες πόλεις-κράτη απορροφήθηκαν από τα ελληνιστικά βασίλεια.
♦ Άλλες συγκρότησαν ομοσπονδιακά κράτη, όπως ήταν οι συμπολιτείες.
♦ Ορισμένες κατόρθωσαν να αποσπάσουν την εύνοια των μοναρχών και να διατηρήσουν την αυτονομία τους, όπως συνέβη με την Αθήνα, τη Σπάρτη, τη Ρόδο, τη Δήλο και άλλες.
Η Αθήνα.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου εξαρτήθηκε από την πολιτική των βασιλέων της Μακεδονίας.
Αρχικά ο Κάσσανδρος, διόρισε κυβερνήτη της πόλης το Δημήτριο Φαληρέα ο οποίος κυβέρνησε (317-307 π.Χ.)
ως τύραννος και διώχθηκε στη συνέχεια από το Δημήτριο Πολιορκητή.
Η Αθήνα επιχείρησε απελευθερωτικό αγώνα, όταν βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Αντίγονος Γονατάς.
Στον αγώνα αυτό (267-261 π.Χ.) ηγήθηκε ο Αθηναίος στωικός φιλόσοφος Χρεμωνίδης.
Εξεγέρσεις επιχείρησαν και άλλες πόλεις αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε.
Ο Αντίγονος Γονατάς νίκησε τους συνασπισμένους Έλληνες και κατέλαβε την Αθήνα, ενώ ο Χρεμωνίδης κατέφυγε στην αυλή των Πτολεμαίων.
Έκτοτε και μέχρι την υποταγή της στους Ρωμαίους (86 π.Χ.)
ο ρόλος της Αθήνας υποβαθμίστηκε πολιτικά, πολιτιστικά ωστόσο εξακολούθησε να είναι πρωταγωνιστικός.
Ο τρόπος διακυβέρνησής της και η εξωτερική πολιτική απομόνωσης που ακολουθούσε δημιούργησαν τον 3ο αι.π.Χ.)
κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο.
Ο πληθυσμός της Σπάρτης ελαττώθηκε.
Οι ελεύθεροι πολίτες έφτασαν περίπου τους επτακόσιους και απ’ αυτούς μόνο εκατό είχαν γεωργικό κλήρο7.
Αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης ήταν η διαγραφή των χρεών και ο αναδασμός* της γης.
Απόπειρες για την εξομάλυνση της κοινωνικής κρίσης έκαναν οι βασιλείς της Άγις και Κλεομένης.
Ο Άγις Δ΄ όταν έγινε βασιλιάς (244 π.Χ.)
επιχείρησε να προχωρήσει σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, προτείνοντας την ένταξη των περιοίκων* στην τάξη των Σπαρτιατών πολιτών.
Τα σχέδιά του όμως συνάντησαν την αντίδραση των πλουσίων και ο ίδιος δολοφονήθηκε.
Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, ο Κλεομένης Γ’ προχώρησε με αργά αλλά σταθερά βήματα σε κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Οι αλλαγές αυτές είχαν αντίκτυπο και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, όπου οι κατώτερες τάξεις καταπιέζονταν.
Ο στρατηγός της Αχαϊκής συμπολιτείας Άρατος, που έβλεπε με ανησυχία τις εξεγέρσεις, ζήτησε τη βοήθεια των Μακεδόνων.
Ο Κλεομένης νικήθηκε στη Σελλασία (222 π.Χ.)
στην είσοδο της Λακωνικής, από τις μακεδονικές δυνάμεις.
Στη Σπάρτη εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά, ενώ ο Κλεομένης ζήτησε καταφύγιο στην αυλή των Πτολεμαίων.
Ακολούθησε περίοδος πολιτικής αστάθειας και εξεγέρσεων.
Την έκρυθμη αυτή κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Νάβις, γόνος βασιλικής οικογένειας.
Επέβαλε προσωπική εξουσία (206 π.Χ.)
και φαίνεται ότι συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο του Κλεομένη.
Συνάντησε όμως τις αντιδράσεις άλλων ελληνικών πόλεων που είχαν φοβηθεί από την εξάπλωση των μεταρρυθμίσεων.
Η δολοφονία του (192 π.Χ.) επισφράγισε το τέλος της αυτονομίας της Σπάρτης,
η οποία έκτοτε και μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση έγινε μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας γ.
Η μεγάλη ανάπτυξή της οφείλεται στις οικονομικές συγκυρίες που διαμορφώθηκαν μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου.
Η γεωγραφική θέση και το ναυτικό της βοήθησαν ώστε να εξελιχθεί σε μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Η ισχυρή τείχιση και η εξωτερική πολιτική της Ρόδου ήταν δύο παράγοντες που καθόρισαν την ιστορική πορεία του νησιού κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Στα τέλη του 4ου αι.π.Χ.)
, απέκρουσε την επίθεση του Δημητρίου (305-4 π.
Από την πολιορκία της Ρόδου ο Δημήτριος πήρε την επωνυμία Πολιορκητής.
Η Ρόδος τυπικά είχε δημοκρατικό πολίτευμα.
Τη διακυβέρνησή της όμως, ουσιαστικά, είχαν οι πλούσιοι έμποροι και οι τραπεζίτες.
Σε περιόδους κρίσης οι πλούσιοι, για να αποφύγουν κοινωνικές εξεγέρσεις, αναλάμβαναν τη διατροφή των φτωχών8.
Τη δύναμή της φαίνεται ότι υπολόγιζαν όχι μόνο τα ελληνιστικά βασίλεια αλλά και η ανερχόμενη Ρώμη.
Η Ρόδος συμμάχησε μαζί της κατά του Αντιόχου Γ’ της Συρίας.
Σε αντάλλαγμα οι Ρωμαίοι της παραχώρησαν τη Λυκία και μέρος της Καρίας.
Όταν όμως αργότερα συντάχθηκε με τη Μακεδονία, κύριο αντίπαλο της Ρώμης, οι Ρωμαίοι απέσπασαν τη Λυκία και την Καρία και κήρυξαν ελεύθερο λιμάνι* τη Δήλο (167 π.
) με στόχο να την εξουθενώσουν οικονομικά.
Έκτοτε το ροδιακό κράτος άρχισε να παρακμάζει και τελικά υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους (43 π.
Ο ιερός χαρακτήρας του νησιού συνέβαλε ώστε να εξελιχθεί σταδιακά σε οικονομικό κέντρο.
Η επίκαιρη γεωγραφική του θέση, στο κέντρο του Αιγαίου, προκάλεσε το ενδιαφέρον των βασιλέων.
, όταν παρήκμασε η ναυτική ισχύς των Αθηναίων, η Δήλος πέρασε στη σφαίρα επιρροής των βασιλέων της Μακεδονίας.
Αυτή ήταν η περίοδος της οικονομικής ανάπτυξής της.
Χαρακτηριστικά δείγματα της εμπορικής δραστηριότητας του νησιού ήταν η δημιουργία δημόσιων και ιδιωτικών τραπεζών και η αναγνώριση του λιμανιού της Δήλου ως σπουδαίου σταθμού του διαμετακομιστικού* εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου.
οι Ρωμαίοι, αφού κατέβαλαν το βασίλειο της Μακεδονίας, κήρυξαν τη Δήλο ελεύθερο λιμάνι*.
παραχωρώντας παράλληλα την εποπτεία του νησιού στους Αθηναίους.
Οι Δήλιοι διώχθηκαν και οι νέοι κάτοικοι που άρχισαν να συρρέουν συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξή της κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι.
Στην πραγματικότητα η επιρροή της Αθήνας ήταν ελάχιστη· τη ζωή της Δήλου όριζαν πλέον ξένοι, Έλληνες από άλλες πόλεις.
Αιγύπτιοι, Σύροι, Φοίνικες, Εβραίοι, Ιταλοί.
Όλοι όμως βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία της Ρώμης.
Η αποδυνάμωση του θεσμού της πόλης-κράτους και η επιδίωξη των βασιλέων της Μακεδονίας να επεκταθούν προς το νότο ήταν οι αιτίες που οδήγησαν πολλές πόλεις, ιδιαίτερα απομονωμένων περιοχών, να προχωρήσουν στη συγκρότηση ομοσπονδιακών κρατών.
Το νέο πολιτειακό σχήμα χρησιμοποίησαν κυρίως οι Αιτωλοί και οι Αχαϊκές πόλεις της Πελοποννήσου.
Οι Αιτωλοί για την αντιμετώπιση των εχθρικών επιδρομών στην περιοχή τους, από τα μέσα περίπου του 4ου αι.π.Χ.
, δημιούργησαν ένα χαλαρό πολιτικό σύνδεσμο, το «Κοινό των Αιτωλών».
Αυτή η ένωση τον 3ο αι.π.Χ.
μετά την απόκρουση των Γαλατών (278 π.Χ.)
και την ανάληψη της προστασίας του μαντείου των Δελφών, απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα και εξελίχθηκε στην Αιτωλική συμπολιτεία.
Η οργάνωσή της ήταν δημοκρατική, δηλαδή όλοι οι πολίτες της συμπολιτείας ήταν μέλη της συνέλευσης, η οποία εξέλεγε τους άρχοντες, αποφάσιζε για πόλεμο ή ειρήνη και ψήφιζε τους νόμους.
Όλες οι πόλεις είχαν κοινό νόμισμα, τα ίδια μέτρα και σταθμά.
Στη διάρκεια του 3ου αι.π.Χ.
η συμπολιτεία έφτασε στο απόγειο της δύναμης της, καθώς περιελάμβανε τότε όλες τις πόλεις της κεντρικής Ελλάδας από το Μαλλιακό κόλπο μέχρι τον Κορινθιακό και τις εκβολές του Αχελώου.
Η δημιουργία της οφείλεται στην ομοσπονδιακή ένωση μερικών πόλεων της Αχαΐας στις αρχές του 3ου αι.π.Χ.
που σταδιακά αυξήθηκαν και περιέλαβαν, μέχρι τα μέσα περίπου του επόμενου αιώνα, όλη σχεδόν την Πελοπόννησο.
Η οργάνωσή της παρουσιάζει δημοκρατικά αλλά και ολιγαρχικά στοιχεία.
Κάθε πόλη είχε τη δική της κυβέρνηση.
Τη συμπολιτεία ωστόσο διοικούσαν:
η συνέλευση, αποτελούμενη από τους πολίτες όλων των πόλεων που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος,
οι άρχοντες (στρατηγός, ίππαρχος, ναύαρχος, δέκα δημιουργοί) με αυξημένες εξουσίες και
η βουλή ή σύγκλητος με 120 μέλη, και δικαιοδοσία κυρίως στις εξωτερικές υποθέσεις.
Η Αχαϊκή συμπολιτεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον ελλαδικό χώρο, όταν επικεφαλής της ήταν ο Άρατος και ο Φιλοποίμην9.
Ο Αρατος (272-213 π.Χ.) από τη Σικυώνα είχε εκλεγεί στρατηγός επανειλημμένα.
Στην αρχή στράφηκε κατά των Μακεδόνων και κατόρθωσε να απομακρύνει τη μακεδονική φρουρά από την Κόρινθο, προσαρτώντας την στη συμπολιτεία.
Αργότερα όμως, για να αντιμετωπίσει το βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη, ζήτησε την παρέμβαση των Μακεδόνων.
Αποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης ήταν η ήττα του Κλεομένη, όπως γνωρίζουμε, αλλά και η δολοφονία του ίδιου του Άρατου.
Ο Φιλοποίμην (253-183 π.Χ.)
από τη Μεγαλόπολη διακρίθηκε στην αρχή ως ίππαρχος και στη συνέχεια ως οργανωτής του στρατού.
Ήταν χαρισματικός ηγέτης με ικανότητες, αλλά έζησε σε εποχή που ο Ελληνισμός βρισκόταν σε παρακμή.
Την περίοδο της διακυβέρνησής του είχε ενταχθεί στη συμπολιτεία και η Σπάρτη.
Ο «έσχατος των Ελλήνων», όπως τον αναφέρει ο Πλούταρχος, ωστόσο, δεν είχε το περιθώριο για δράση.
Η Ρώμη είχε αρχίσει να επεκτείνεται στον ελλαδικό χώρο, εφαρμόζοντας την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε».
Μετά από λίγες δεκαετίες η Αχαϊκή συμπολιτεία, αφού αντιστάθηκε στα ρωμαϊκά στρατεύματα, τελικά υπέκυψε (146 π.Χ.).