Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους διευκολύνεται για πρώτη φορά η μαζική παραγωγή βιβλίων.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν αφενός η διάδοση και ευρεία χρήση της γραφικής ύλης, όπως ήταν ο πάπυρος και η περγαμηνή, και αφετέρου η δημιουργία πνευματικών κέντρων, όπως ήταν οι βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου.
Η μεγάλη παραγωγή βιβλίων δε συνδέεται όμως με ανάλογο πλούτο στο περιεχόμενο τους.
Οι συγγραφείς στην πλειοψηφία τους ήταν μιμητές έργων της κλασικής εποχής.
Άλλοι πάλι πνευματικοί άνθρωποι ασχολήθηκαν μόνο με τη συγκέντρωση του έργου συγγραφέων παλαιότερων εποχών.
Στις βιβλιοθήκες αντέγραφαν και σχολίαζαν τα κείμενα των κλασικών.
Ήταν οι πρώτοι φιλόλογοι και ονομάστηκαν γραμματικοί.
Η ποίηση δεν παρουσίασε σπουδαία έργα από άποψη πρωτοτυπίας και έμπνευσης.
Πολλοί ποιητές ήταν πληρωμένοι κόλακες των ισχυρών.
Τα ποιήματά τους υμνούσαν τα πρόσωπα και τις πράξεις των βασιλέων, όπως συνέβη με τον Καλλίμαχο στην Αλεξάνδρεια.
Άλλοι ήταν μιμητές παλαιών ποιητικών ειδών, όπως του ηρωικού έπους.
Τέτοιο έργο ήταν τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, που βασίζεται στο μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας.
Περισσότερη πρωτοτυπία διέκρινε το Θεόκριτο, ο οποίος με το έργο του «Ειδύλλια» έγινε εισηγητής της βουκολικής ποίησης.
Καινούργιο ποιητικό είδος, επίσης,με σατιρικό λόγο είναι οι «Μίμοι» που έγραψε ο Ηρώνδας.
Την εποχή αυτή καλλιεργήθηκε το επίγραμμα και από τα θεατρικά είδη μόνο η κωμωδία.
Η νέα κωμωδία, όπως ονομάζεται, σατίριζε ανθρώπινους χαρακτήρες.
Θέμα της ήταν ο καθημερινός άνθρωπος με τα ελαττώματά του.
Κυριότερος εκπρόσωπος της ήταν ο Μένανδρος.
Η ιστοριογραφία, προς τα τέλη των ελληνιστικών χρόνων έχει να παρουσιάσει έναν ιστορικό εφάμιλλο εκείνων των κλασικών χρονών.
Ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης έζησε τους χρόνους της ρωμαϊκής επέκτασης.
Δεκαεπτά χρόνια έμεινε στη Ρώμη ως όμηρος και συναναστράφηκε με σημαντικά πρόσωπα, όπως ήταν αυτά του κύκλου των Σκιπιώνων*.
Γράφει την ιστορία της εποχής του και προσπαθεί να εξηγήσει στους συγχρόνους του τους λόγους της επικράτησης των Ρωμαίων3.
Η Αθήνα, αν και βρίσκεται σε οικονομικό και πολιτικό μαρασμό, εξακολουθεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους να αποτελεί πνευματικό κέντροστο οποίο έρχονται σπουδαστές από διάφορα μέρη κυρίως για να διδαχτούν φιλοσοφία.
Εκτός από την Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη λειτουργούν δύο νέες φιλοσοφικές σχολές.
Η φιλοσοφική σκέψη επικέντρωσε το ενδιαφέρον της σε προβλήματα που αφορούσαν τη ζωή του άνθρωπου.
Απόκτησε πρακτικό και ηθικό περιεχόμενο.
Το πρόβλημα της αξίας της ζωής απασχόλησε το Ζήνωνα.
Έδρα της φιλοσοφικής του σχολής ήταν η Ποικίλη Στοά στην αρχαία αγορά της Αθήνας, γι’ αυτό και η διδασκαλία του Ζήνωνα ονομάστηκε στωική φιλοσοφία.
Σύμφωνα με τις απόψεις του η ζωή έχει μικρή αξία, γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να είναι αυτάρκης και εγκρατής.
Η ευτυχία του δεν εξαρτάται από τα επίγεια.
Στον αντίποδα ήταν ο Επίκουρος, ο οποίος είχε την έδρα της σχολής του σε μια ειδυλλιακή περιοχή της Αθήνας που ονομαζόταν Κήπος.
Δίδασκε ότι η γνώση της φύσης βοηθάει τον άνθρωπο να απαλλαγεί από το φόβο και να εξασφαλίσει την ψυχική ηρεμία.
Μόνο με την πνευματική, κυρίως, απόλαυση είναι δυνατόν ο άνθρωπος να οδηγηθεί στην ευτυχία.