6.1.2 Οι διάδοχοι του Αυγούστου (14-193 μ.Χ.)
Οι αυτοκράτορες της πρώτης δυναστείας, της ονομαζόμενης Ιουλιο-κλαυδιανής (14-68 μ.Χ.), συνδέονται με δεσμούς αίματος ή μέσω υιοθεσίας με τον Αύγουστο και κατάγονται από τη Ρώμη.
Της δεύτερης, της δυναστείας των Φλαβίων (69-96 μ.Χ.), ο ιδρυτής της Βεσπασιανός και οι διάδοχοι του κατάγονται από ιταλικές πόλεις, γι’αυτό και ονομάζονται «αστοί».
Της τρίτης, της δυναστείας των Αντωνίνων (96-192 μ.Χ.), οι αυτοκράτορες προέρχονται από τις επαρχίες και συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ανάπτυξή τους.
Το ρωμαϊκό κράτος οδηγείται τότε στο ανώτατο σημείο της ακμής του.
Η διοίκηση και το δίκαιο.
Τον τρόπο διοίκησης που εγκαινίασε ο Οκταβιανός, τον εφάρμοσαν και
οι υπόλοιποι αυτοκράτορες μέχρι τα τέλη του 2ου αι.μ.Χ. με μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό.
Οι αντιπολιτευτικές τάσεις που εκδήλωσε η σύγκλητος γρήγορα εξασθένησαν
μπροστά στην ισχυρή διοίκηση των πρώτων αυτοκρατόρων μετά τον Οκταβιανό.
Ωστόσο, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Ρώμης στο διοικητικό τομέα έναντι των κατακτημένων περιοχών προοδευτικά μειώθηκε.
Σ’ αυτό συνέβαλε πρώτον η μεταβολή στη σύνθεση της συγκλήτου
με την είσοδο αξιωματούχων από τις επαρχίες.
Δεύτερον η παραχώρηση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σε πολλούς από τους κατοίκους επαρχιακών πόλεων.
Προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησαν επίσης οι επαρχιώτες αυτοκράτορες και ο στρατός.
Η ρωμαϊκή διοίκηση στις επαρχίες έγινε αποδεκτή από τους γηγενείς πληθυσμούς.
Σ’ αυτό συνέβαλε η ίδρυση αποικιών και η εγκατάσταση Ρωμαίων στρατιωτών σε περιοχές που βρίσκονταν σε ημιβάρβαρη κατάσταση.
Πολλές από τις ρωμαϊκές αποικίες αλλά και τα ρωμαϊκά στρατόπεδα εξελίχθηκαν σε πολυάνθρωπα κέντρα με την εγκατάσταση γηγενών που είχαν αποκτήσει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη.
Οι αυτοκράτορες είχαν παραχωρήσει σε μεγάλο αριθμό κατοίκων των επαρχιών το δικαίωμα αυτό.
Η απόκτηση του δικαιώματος θα γενικευθεί αργότερα, στις αρχές του 3ου αι.μ.Χ.
με το διάταγμα τον Καρακάλλα (212 μ.Χ.),
οπότε όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας θα αναγνωριστούν ως Ρωμαίοι πολίτες.
Με εξαίρεση τις περιοχές που είχε διαδοθεί ο ελληνικός πολιτισμός κατά τους ελληνιστικούς χρόνους
Στις υπόλοιπες κτήσεις της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στη Δύση οι κάτοικοι επηρεάστηκαν από το ρωμαϊκό πολιτισμό και εκλατινίστηκαν.
Το ρωμαϊκό κράτος, ιδιαίτερα κατά το 2ο αι.μ.Χ.,
δημιούργησε συνθήκες άνεσης και ευημερίας σε μεγάλο μέρος των υπηκόων του.
Αυτό οφείλεται στην οργάνωση της αυτοκρατορίας, στο ισχυρό αμυντικό της σύστημα και στο διευρυμένο οδικό δίκτυο,
που διευκόλυνε τη μετακίνηση του στρατού και τη μεταφορά αγαθών4.
Οι Ρωμαίοι με τις κατακτήσεις τους κράτησαν ορισμένους λαούς έξω από τα σύνορα και παράλληλα σταμάτησαν τους πολέμους.
Οι συγκρούσεις μεταξύ μονάδων του ρωμαϊκού στρατού για την επικράτηση κάποιου αυτοκράτορα περιορίστηκαν κυρίως στην ιταλική χερσόνησο, γεγονός που δεν τάραζε την ησυχία των επαρχιών.
Έτσι στη ρωμαϊκή οικουμένη επικράτησε ειρήνη (Pax Romana) και για μεγάλο χρονικό διάστημα ευνομία.
Η μεγαλύτερη προσφορά του ρωμαϊκού πνεύματος στους υπηκόους του και στη συνέχεια σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο ήταν η νομοθεσία, το ρωμαϊκό δίκαιο.
Η νομοθεσία (Δωδεκάδελτος) στην αρχή ήταν ατελής και προορισμένημόνο για την πόλη-κράτος της Ρώμης· σταδιακά όμως συμπληρώθηκε και επεκτάθηκε, για να καλύψει τις ανάγκες των κατακτημένων λαων.
Στη διαμόρφωση του σημαντικού αυτού έργου οι Ρωμαίοι έλαβαν υπόψη τους τα ήθη και τις συνήθειες των υπηκόων τους καθώς και τις φιλοσοφικές ιδέες τωνΕλλήνων.
Αργότερα η ρωμαϊκή νομολογία θα επηρεαστεί και από τη χριστιανική ηθική.
Η Δωδεκάδελτος συμπληρώθηκε και σε πολλά σημεία τροποποιήθηκε στην πορεία από συγκλητικά ψηφίσματα, διατάγματα πραιτώρων και αποφάσεις αυτοκρατόρων.
Το ρωμαϊκό δίκαιο έγινε πολύπλοκο και για την ερμηνεία του ήταν απαραίτητοι ειδικοί πνευματικοί άνθρωποι, που ονομάζονταν νομοδιδάσκαλοι.
Τέτοιοι νομομαθείς υπήρχαν ήδη από την περίοδο της δημοκρατίας.
Οι πιο γνωστοί δραστηριοποιήθηκαν στην εποχή των Αντωνίνων, όπως ήταν ο Σάλβιος Ιουλιανός και ο Γάιος, ενώ άλλοι αργότερα, τον 4ο αι.μ.Χ.
Η οικονομία και η κοινωνία:
Η επικράτηση της ειρήνης, η καταστολή της πειρατείας, η ανάπτυξη οδικού δικτύου, η ασφαλής μετακίνησηανθρώπων και αγαθών και κυρίως η συνετή δημοσιονομική πολιτική* των Αντωνίνων είχαν ωςαποτέλεσμα την οικονομική ευημερία των κατοίκων της αυτοκρατορίας.
Τέτοια οικονομική ανάπτυξη ποτέ άλλοτε δε γνώρισε ο αρχαίος κόσμος.
Οι γεωργοί επιδόθηκαν απερίσπαστοι στην καλλιέργεια των πεδινών εκτάσεων της αυτοκρατορίας.
Η Αίγυπτος τροφοδοτούσε με σιτάρι την Ιταλία, ενώ από την Ιταλία εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες κρασί και λάδι.
Κοσμήματα, κεραμικά σκεύη, γυαλικά και υφάσματα μετακινούνταν από τα λιμάνια της Ανατολής, ενώ πρώτες ύλες, κυρίως μέταλλα, προέρχονταν από τα μεταλλεία της Ισπανίας, της Βρετανίας και της Δακίας (σημ.Ρουμανία).
Μεγάλα εμπορικά λιμάνια, όπως η Αλεξάνδρεια, η Όστια (ήταν το λιμάνι τηςΡώμης), η Έφεσος.
η Ρόδος και άλλα, διευκόλυναν την οικονομική ανάπτυξη του ρωμαϊκού κόσμου.
Στην εμπορική άνθηση, εξάλλου, συνέβαλε και η σταθερή αξία του ρωμαϊκού νομίσματος.
Παράλληλα, ανάπτυξη γνώρισε η βιοτεχνική παραγωγή λόγω των μεγάλων βιοτεχνικών εργαστηρίων που λειτουργούσαν στις μεγαλουπόλεις της Ιταλίας και των επαρχιών.
Πρόβλημα, ωστόσο, της ρωμαϊκής οικονομίας ήταν η ανισομερής οικονομική ανάπτυξη των περιοχών της αυτοκρατορίας.
Η μεγάλη ανάπτυξη της γαιοκτησίας στην Ιταλία, για παράδειγμα, συνέβαλε ώστε μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις να μείνουν ακαλλιέργητες.
Στην Ελλάδα ο πληθυσμός μειώθηκε και η γεωργική παραγωγή αντιμετώπισε δυσχέρειες λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου5.
Αντίθετα, περιοχές της κεντρικής και της Δ.
Ευρώπης αναπτύχθηκαν εξαιτίας των πλούσιων κοιτασμάτων τους και της δημιουργίας βιοτεχνικών εργαστηρίων.
Η κοινωνία, μέσα στο πλαίσιο της γενικής ευημερίας, γνώρισε καλύτερες ημέρες.
Ουσιαστικά όμως δε μεταβλήθηκε σε ό,τι αφορά τις δομές της.
Είναι προφανές ότι το 2ο αι.μ.Χ.
η ρωμαϊκή κοινωνία είχε αποκτήσει ευελιξία και κινητικότητα, εφόσον δινόταν η ευκαιρία για πλουτισμό και για κοινωνική άνοδο.
Δεν υπήρχαν στεγανά μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.
Στους φτωχούς κατοίκους των πόλεων δημιουργούνταν προϋποθέσεις για βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης.
Κάτι ανάλογο παρατηρείται στις παλαιές προνομιούχες τάξεις των συγκλητικων και των ιππέων, των οποίων τα μέλη πλέον μπορεί να προέρχονταν από οικογένειες μικρών βιοτεχνών που πλούτισαν.
Προνομιούχο κατηγορία αποτελούσαν οι πλούσιοι, οι οποίοι νέμονταν και την εξουσία.
Σε άσχημη οικονομική κατάσταση βρέθηκαν οι μικροί καλλιεργητές και οι μικροτεχνίτες.
Απ’ αυτούς οι πρώτοι δεν είχαν περιθώρια οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Οι δούλοι μειώθηκαν σε αριθμό λόγω της ειρήνης.
Αντιμετωπίζονταν, εξάλλου, ηπιότερα από τους κυρίους τους λόγω ορισμένων προστατευτικώνμέτρων.
Η πλειοψηφία των δούλων, ωστόσο, εξακολούθησε να ζει σε άθλιες συνθήκες στα ορυχεία, στα μεγάλα εργαστήρια και τις μεγάλες ιδιοκτησίες.