7.1.2 Μ. Κωνσταντίνος: Εκχριστιανισμός και ισχυροποίηση της ρωμαϊκής Ανατολής
θέμα: 1 - #2
θέμα: 2 - #2
θέμα: 3 - #2
θέμα: 4 - #2
θέμα: 5 - #2
θέμα: 6 - #2
θέμα: 7 - #2
θέμα: 8 - #2
θέμα: 9 - #2
θέμα: 10 - #2
θέμα: 11 - #2
θέμα: 12 - #2
θέμα: 13 - #2
θέμα: 16 - #2
θέμα: 17 - #2
θέμα: 18 - #2
θέμα: 19 - #2
θέμα: 20 - #2
θέμα: 21 - #2
θέμα: 22 - #2
θέμα: 23 - #2
7.1.2 Μ. Κωνσταντίνος: Εκχριστιανισμός και ισχυροποίηση της ρωμαϊκής Ανατολής
Η δημιουργία του χριστιανικού ρωμαϊκού κράτους.
Το σύστημα της Τετραρχίας δεν έδωσε λύση στα προβλήματα της αυτοκρατορίας.
Aντίθετα, ενίσχυσε τους ανταγωνισμούς και πρόβαλε τις φιλοδοξίες των συναρχόντων.
Για είκοσι χρόνια αφότου αποσύρθηκε από την εξουσία ο Διοκλητιανός (305 μ.Χ.), οι διάδοχοι και οι συνάρχοντές τους αλληλοεξοντώνονταν.
Μέσα από τις συγκρούσεις αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος.
Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό ως Καίσαρας των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας.
Τρία σημαντικά γεγονότα σφράγισαν το χρονικό διάστημα μέχρι την επικράτησή του: ♦ Νίκησε στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη, κοντά στη Ρώμη, τον αντίπαλο του στη Δύση, Μαξέντιο (312 μ.Χ.).
Ως Αύγουστος και μόνος κυρίαρχος στη Δύση ήρθε σε συνεννόηση με τον Αύγουστο της Ανατολής Λικίνιο.
Οι δύο Αύγουστοι αποφάσισαν στο Μιλάνο να μην προσλάβουν Καίσαρες και να συνεργαστούν από κοινού για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας (313 μ.Χ.).
Nίκησε κοντά στην Αδριανούπολη και μετά από λίγο θανάτωσε το μόνο αντίπαλο του Λικίνιο (324 μ.Χ.).
Ο Κωνσταντίνος, όταν έμεινε μονοκράτορας, έδωσε απολυταρχικότερο χαρακτήρα στο πολίτευμα απ’ ό,τι ο Διοκλητιανός.
Ο αυτοκράτορας ήταν απρόσιτος στους υπηκόους του και στη σύγκλητο, περιβαλλόταν από τους ανακτορικούς υπαλλήλους και το ανακτορικό συμβούλιο, το οποίο λειτουργούσε συμβουλευτικά και μόνο όταν το ήθελε ο αυτοκράτορας.
Η σύγκλητος, εξάλλου, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έμεινε ένα τιμητικό σώμα χωρίς εξουσία, που πλαισίωνε στις δεξιώσεις τον αυτοκράτορα.
Καθοριστική ήταν η στάση του Κωνσταντίνου στο θέμα της αυτοκρατορικής λατρείας.
Ο αυτοκράτορας δεν ήταν πλέον ο θεός για τους υπηκόους του αλλά ο εκλεκτός του θεού που κυβερνούσε με τη θεία χάρη.
Αν και ο Κωνσταντίνος μέχρι το τέλος της ζωής του κράτησε τον ειδωλολατρικό τίτλο του “Μεγίστου Αρχιερέως”, εντούτοις με μια σειρά από ενέργειες εκδήλωσε την υποστήριξή του στο Χριστιανισμό.
Η πολιτική που εφάρμοσε φανερώνει την απόφασή του να ενισχύσει την αυτοκρατορία με το Χριστιανισμό.
Αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία των σχέσεων του κράτους και της νέας θρησκείας έπαιξε το Διάταγμα των Μεδιολάνων.
Με κοινή απόφαση του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου καθιερώθηκε απόλυτη ελευθερία στην επιλογή λατρείας για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας.
Το Διάταγμα των Μεδιολάνων, γνωστό και ως Διάταγμα της ανεξιθρησκίας, υπογράφτηκε στην αρχή στο Μιλάνο (Μεδιόλανα) το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ.
Kαι είχε ισχύ για τους κατοίκους του δυτικού τμήματος.
Μερικούς μήνες αργότερα έγινε αποδεκτή η ίδια απόφαση και για τους κατοίκους του ανατολικού τμήματος, στη Νικομήδεια της Βιθυνίας.
Μ’ αυτό το διάταγμα δεν υφίστατο πλέον καμία διάκριση μεταξύ των χριστιανών και μη χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας.
Η έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων συνδέεται με το ζήτημα του εκχριστιανισμού της αυτοκρατορίας και πολύ περισσότερο με το πρόβλημα της στάσης του Κωνσταντίνου απέναντι στο Χριστιανισμό.
Είναι γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος με μια σειρά από ενέργειες προέβαλε και ευνόησε το Χριστιανισμό.
Μετά από τη νίκη του κατά του Μαξέντιου στη Μουλβία γέφυρα φαίνεται ότι συνειδητά είχε αποδεχτεί τη νέα θρησκεία.
Υιοθέτησε ως σύμβολο το χριστόγραμμα (£), το οποίο τοποθέτησε στις ασπίδες των στρατιωτών του και στην αυτοκρατορική σημαία.
Προστάτευσε το Χριστιανισμό από τις αιρέσεις καθιερώνοντας το θεσμό των Οικουμενικών συνόδων.
Ο ίδιος και η μητέρα του συνέβαλαν στην οικοδόμηση εκκλησιών και τέλος, λίγο πριν πεθάνει, βαφτίστηκε χριστιανός.
Πάντως, οι θρησκευτικές επιλογές του Μ.
Κωνσταντίνου και η «μεταστροφή» του προς το Χριστιανισμό απασχόλησαν τους ιστορικούς και υπήρξαν θέμα επιστημονικής σύγκρουσης3.
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.
Ο Μ.Κωνσταντίνος, για να επιτύχει τις πολιτικές του επιδιώξεις, την ισχυροποίηση της απόλυτης μοναρχίας και τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας, θέλησε να μεταφέρει το κέντρο των αποφάσεων στην Ανατολή.
Η Νέα Ρώμη, όπως στην αρχή ονομάστηκε η καινούργια πρωτεύουσα, οικοδομήθηκε στο Βυζάντιο, την αρχαία αποικία που είχαν ιδρύσει οι Μεγαρίτες στα μέσα του 7ου αι.π.Χ., με οικιστή το Βύζαντα.
Τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης, που μετά από λίγο έγινε ευρύτατα γνωστή με το όνομα «Κωνσταντίνου-πόλις», έγιναν στις 11 Μαΐου του 330.
Από τότε αρχίζει ουσιαστικά και τυπικά η ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Ανατολής, δηλαδή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η τύχη της ταυτίστηκε απόλυτα με την τύχη της νέας πρωτεύουσας.
Στην ιστορική πορεία ένδεκα αιώνων η ανεξαρτησία και μόνο της Κωνσταντινούπολης καθόρισε την ύπαρξη της αυτοκρατορίας.
Η απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Μ.Κωνσταντίνο προέκυψε ως διοικητική ανάγκη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσαν κυρίως οι βαρβαρικές επιδρομές.
Η παλαιά πρωτεύουσα δεν ήταν μόνο πόλος έλξης για τους λαούς της Δύσης, αλλά ήταν συγχρόνως ταυτισμένη με τον αρχαίο κόσμο και την αρχαία ρωμαϊκή παράδοση.
Αντίθετα, η νέα πρωτεύουσα, εκτός από την προνομιακή της θέση, που εξασφάλιζε καλύτερη άμυνα και οικονομική ανάπτυξη στην αυτοκρατορία, βρισκόταν κοντά στις περιοχές της Ανατολής, οι οποίες στην πλειοψηφία τους κατοικούνταν από Έλληνες και χριστιανούς.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας, το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας μετακινήθηκε από το λατινικό πολιτιστικό χώρο στον ελληνικό.
Έτσι η αυτοκρατορία απέκτησε προοδευτικά ελληνικό χαρακτήρα.
Η αυτοκρατορία που άρχισε να διαμορφώνεται με κέντρο την Κωνσταντινούπολη βασίστηκε σε τρία στοιχεία: τη ρωμαϊκή πολιτική παράδοση τη χριστιανική πίστη την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.