7.1.3 Οι θρησκευτικές εξελίξεις

συναντάται σε 0 θέματα

Η εμφάνιση του Χριστιανισμού.


Η γέννηση του Χριστού την περίοδο της βασιλείας του Αυγούστου - τέσσερα χρόνια πριν από την έναρξη του χριστιανικού ημερολογίου, όπως έχουν αποδείξει οι έρευνες - σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.


Η ζωή του Χριστού και ο σταυρικός του θάνατος δημιούργησαν νέες προϋποθέσεις για τη ζωή, στην αρχή των λίγων οπαδών του και στη συνέχεια ολόκληρου του κόσμου.


Η νέα θρησκεία προήλθε μέσα από τους κόλπους του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού, το πνεύμα της διδασκαλίας της όμως ξεπερνούσε τα σύνορα του Ισραήλ και απευθυνόταν σε ολόκληρη την οικουμένη.


Κοινό σημείο των δύο θρησκειών ήταν η προσδοκία του επερχόμενου Μεσσία, που θα έσωζε τους ανθρώπους.


Ο Ιουδαϊσμός όμως περιόρισε το κήρυγμα της σωτηρίας μόνο στους Εβραίους, τη μόνη εκλεκτή φυλή του Θεού.


Ο Χριστιανισμός τοποθέτησε τον ερχομό του Μεσσία στα χρόνια του Αυγούστου.


Κήρυξε την ισότητα και την αγάπη για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλετική προέλευση, κοινωνική τάξη και φύλο.


Από τα πρώτα βήματα της εξάπλωσης του χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα για τη διάδοση της νέας διδασκαλίας.


Υιοθέτησε επίσης φιλοσοφικές ιδέες του Ελληνισμού, όπως π.


χ.


τις απόψεις της στωικής φιλοσοφίας ότι η εγκράτεια και η αρετή μπορεί να φέρει την ευτυχία στον άνθρωπο.


Η νέα θρησκεία βρήκε απήχηση κυρίως στους φτωχούς και τους καταπιεσμένους υπηκόους της αυτοκρατορίας.


Η ζωή των πρώτων χριστιανών, με την απλότητα και την υπομονή που διέκρινε τους πιστούς στα βασανιστήρια και τους διωγμούς, δημιούργησε πρότυπα για τις μελλοντικές γενιές των οπαδών της νέας θρησκείας.


Το ρωμαϊκό κράτος, αν και ανεκτικό στις ποικίλες λατρείες των υπηκόων του, εντούτοις φάνηκε ιδιαίτερα σκληρό προς τους χριστιανούς.


Τους τρεις πρώτους αιώνες έγιναν επίσημα δέκα διωγμοί κατά των χριστιανών.


Ο τελευταίος μεγάλος διωγμός έγινε από το Διοκλητιανό με την υποκίνηση του Γαλέριου.


Η τακτική, ωστόσο, των διώξεων δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Γαλέρας εξέδωσε στη Σαρδική (σημ.


Σόφια) το πρώτο διάταγμα με το οποίο επέτρεπε στους χριστιανούς υπηκόους του να ασκούν ελεύθερα τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (311 μ.


Χ.


).


Αυτό το διάταγμα αποτέλεσε το πρότυπο του Διατάγματος των Μεδιολάνων (313 μ.


Χ.


).


Ο θρίαμβος του Χριστιανισμού.


Ο Μ.


Κωνσταντίνος, όπως είδαμε, εδραίωσε το Χριστιανισμό.


Ωστόσο, δεν έθιξε τις άλλες θρησκείες, αλλά παρέμεινε μέχρι το θάνατο του πιστός στο Διάταγμα των Μεδιολάνων, που καθιέρωνε την ανεξιθρησκία.


Ο Χριστιανισμός προστατεύτηκε από την κοσμική εξουσία και κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος χρησιμοποίησε τη νέα θρησκεία για να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία στους υπηκόους του.


Τα προβλήματα που απασχόλησαν το Χριστιανισμό αντιμετωπίστηκαν από το Μ.


Κωνσταντίνο ως προβλήματα του ίδιου του κράτους.


Με την επικράτηση και την εξάπλωση της νέας θρησκείας παρουσιάστηκαν στους κόλπους της σημαντικά προβλήματα που οφείλονταν στο ζήλο των νεοφώτιστων οπαδών και σε διαφορετικές ερμηνείες των δογμάτων* της.


Τον 4ο αι.


ο Χριστιανισμός και το ίδιο το κράτος είχε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των αιρέσεων, που απείλησαν τη γαλήνη και την ενότητα της αυτοκρατορίας.


Αιρέσεις ονομάστηκαν οι παρεκκλίνουσες τάσεις από τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας.


Οι δογματικές αυτές διαφοροποιήσεις προέκυψαν ως φυσικό επακόλουθο της ανάγκης να αφομοιωθούν και να παγιωθούν τα δόγματα της νέας θρησκείας.


Πρώτος ο Μ.


Κωνσταντίνος αντιμετώπισε τις αιρέσεις ως πρόβλημα του ίδιου του κράτους και για την αντιμετώπιση τους καθιέρωσε το θεσμό των Οικουμενικών Συνόδων με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα.


Οι αιρέσεις, τον 4ο αι.


, οφείλονταν στην ανάγκη να διευκρινιστεί η τρισυπόστατη ενότητα του Θεού, δηλαδή η σχέση Πατέρα και Υιού στην Αγία Τριάδα αλλά και η θέση του Αγίου Πνεύματος.


Το πρόβλημα παρουσιάστηκε όταν ο Άρειος, μορφωμένος ιερέας στην Αλεξάνδρεια, διακήρυξε ότι ο Θεός υπάρχει πριν από τον Υιό και κατ’ επέκταση ο Χριστός δημιουργήθηκε από τον Πατέρα και είναι κτίσμα του.


Η διδασκαλία του Αρείου τάραξε τη γαλήνη της Εκκλησίας, καθώς η αίρεση προσείλκυσε πολλούς οπαδούς.


Ο Μ.


Κωνσταντίνος θέλησε να αντιμετωπίσει οριστικά το ζήτημα, γι’ αυτό το παρέπεμψε σε Οικουμενική Σύνοδο.


Με την παρουσία του ίδιου κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση και με τη συμμετοχή 318 επισκόπων απ’ όλη την αυτοκρατορία συγκλήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.


Χ.


).


Στη σύνοδο αυτή προβλήθηκε το «ομοούσιον του Πατρός και του Υιού» και καταδικάστηκαν οι απόψεις του Αρείου.


Στη διάρκεια της συνόδου διατυπώθηκε η ορθόδοξη άποψη μέσα στα επτά πρώτα άρθρα του «Συμβόλου της Πίστεως».


Παρά την καταδίκη του Αρείου, η αίρεσή του διατηρήθηκε.


Ο Κωνστάντιος, διάδοχος του Μ.


Κωνσταντίνου, πολέμιος της ειδωλολατρίας – απαγόρευσε τις θυσίες και έκλεισε πολλούς ναούς της αρχαίας θρησκείας -, δραστηριοποιήθηκε για την επικράτηση του Αρειανισμού.


Ο Ιουλιανός, που διαδέχθηκε στο θρόνο τον Κωνστάντιο, ήταν υποστηρικτής ειδωλολατρικών θεολογικών αντιλήψεων, ενός κράματος στοιχείων αφενός αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών και αφετέρου χριστιανικών και ειδωλολατρικών (λατρεία του Ήλιου).


Η ελληνική παιδεία του και το γεγονός της δολοφονίας του πατέρα του από τον Κωνστάντιο ήταν λόγοι που τον απομάκρυναν από το Χριστιανισμό4.


Ο Χριστιανισμός όμως είχε εξαπλωθεί και αποκτήσει ισχυρά θεμέλια στην κοινωνία της αυτοκρατορίας.


Η όποια προσπάθεια του Ιουλιανού για την αναβίωση των αρχαίων λατρειών, μετά τη βραχύβια βασιλεία του και το θάνατο του, έπαυσε οριστικά.


Ο Ιουλιανός καταγράφηκε στην ιστορία με την προσωνυμία Παραβάτης ή Αποστάτης.


Ο 4ος αιώνας τελείωσε με την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού.


Ο Μ.


Θεοδόσιος ήταν υποστηρικτής της Ορθοδοξίας5.


Με διάταγμά του ο Χριστιανισμός - εκτός από νόμιμη θρησκεία - έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους (380 μ.


Χ.


).


Τον επόμενο χρόνο, για να διευκρινιστεί η θέση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Αγία Τριάδα, συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη η Β’ Οικουμενική Σύνοδος (381 μ.


Χ.


), η οποία συμπλήρωσε το «Σύμβολο της Πίστεως».


Παράλληλα, με μια σειρά διαταγμάτων κατάφερε πλήγματα κατά των Εθνικών, όπως ονομάζονταν οι οπαδοί της αρχαίας θρησκείας.


Έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες, αφαίρεσε τις περιουσίες από τα αρχαία ιερά και τέλος κατάργησε και τους Ολυμπιακούς αγώνες (392 μ.


Χ.


).


Το δεύτερο μισό του 4ου αι.


σημειώνεται ουσιαστικά η μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των θεωρητικών της αρχαίας θρησκείας από τη μια πλευρά και του Χριστιανισμού από την άλλη.


Τον 4ο αι.


αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η εκκλησιαστική ρητορεία, γι’ αυτό και αυτή η περίοδος ονομάστηκε χρυσός αιώνας της θεολογίας, με σπουδαίους εκπροσώπους το Μ.


Βασίλειο, το Γρηγόριο Νύσσης, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Ιωάννη Χρυσόστομο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και στο δυτικό το Λακτάντιο και τον Αυγουστίνο.


Οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν απόφοιτοι ελληνικών φιλοσοφικών σχολών.


Με το συγγραφικό και εκκλησιαστικό τους έργο συνδύασαν τη χριστιανική ηθική με την ελληνική φιλοσοφική σκέψη και ρητορεία.


O συνδυασμός του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό στη διάρκεια του 4ου αι.


δεν είχε μόνο θεωρητική βάση, αλλά βρήκε και πρακτική εφαρμογή.


Ιεράρχες και άλλες πνευματικές προσωπικότητες κάτω από την επίδραση της ελληνικής πολιτικής σκέψης δε δίστασαν να διατυπώσουν ελεύθερα τις απόψεις τους για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής, και να έρθουν σε ρήξη πολλές φορές με την εξουσία.


Η μεγάλη κρίση του Χριστιανισμού (5ος αιώνας).


Μεγαλύτερα και πιο οξυμένα ήταν τα προβλήματα κατά τον 5ο αιώνα.


Τότε όμως καθιερώθηκε ουσιαστικά και τυπικά η παρέμβαση του κράτους στα θέματα της Εκκλησίας.


Οι δογματικές διαμάχες απέκτησαν χριστολογικό περιεχόμενο.


Αφορούσαν τη θεϊκή και ανθρώπινη φύση του Χριστού, δηλαδή το θέμα της σχέσης της θεϊκής και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού.


Μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 5ου αιώνα, όταν ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Νεστόριος άρχισε να κηρύττει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανεξάρτητη από τη θεϊκή και ότι η πρώτη επικράτησε της δεύτερης.


Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος που έγινε στην Έφεσο (431 μ.


Χ.


) καθαίρεσε το Νεστόριο και καταδίκασε τη διδασκαλία του ως αιρετική.


Ο νεστοριανισμός, ωστόσο, διατηρήθηκε σε ορισμένες κοινότητες στις βορειοανατολικές παρυφές της Συρίας κάτω από την προστασία των Περσών.


Ο εκχριστιανισμός του κράτους τα αμέσως επόμενα χρόνια ολοκληρώθηκε ουσιαστικά και τυπικά, όπως αποδεικνύουν ορισμένες αυτοκρατορικές ενέργειες.


Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας κατοικούνταν στην πλειοψηφία του από χριστιανούς, γι’ αυτό και η κοσμική εξουσία προστάτευσε το Χριστιανισμό και επιδίωξε τη συνεργασία μαζί του.


Τις αλλαγές που έφερε ο Χριστιανισμός, τόσο στην οργάνωση του κράτους όσο και στις σχέσεις των πολιτών, αποδεικνύει ο Θεοδοσιανός κώδικας (438 μ.


Χ.


).


Πρόκειται για μια σειρά διαταγμάτων που εκδόθηκαν στη λατινική γλώσσα από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και αποτέλεσαν την πρώτη κωδικοποίηση νόμων, εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από το Χριστιανισμό.


Μετά από μια δεκαετία περίπου, η συνεργασία κράτους και Εκκλησίας θεσμοθετήθηκε και τυπικά, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός καθιέρωσε τη συμβολική πράξη της στέψης (450 μ.


Χ.


).


Σύμφωνα με τον καινούργιο θεσμό, ο νέος αυτοκράτορας έπρεπε να στέφεται από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.


Η συνεργασία αυτή ήταν αναγκαία για την ύπαρξη της ίδιας της αυτοκρατορίας.


Την ίδια εποχή το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε αναταραχή εξαιτίας της εμφάνισης και της εξάπλωσης μιας νέας αίρεσης.


Οι ακραίοι πολέμιοι της αίρεσης του Νεστόριου έφτασαν στη διατύπωση μιας άποψης εκ διαμέτρου αντίθετης.


Διακήρυξαν δηλαδή ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε τελείως από τη θεϊκή και κατά συνέπεια ο Χριστός ήταν μόνο θεός.


Η διδασκαλία αυτή που διατυπώθηκε από τους θεολόγους της Αλεξάνδρειας ονομάστηκε μονοφυσιτισμός και διαδόθηκε γρήγορα στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη.


Αντιμετωπίστηκε ως αίρεση και καταδικάστηκε από τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451 μ.


Χ.


).


ως επέμβαση σε εκκλησιαστικά θέματα.


Ο πάπας αντέδρασε με αναθεματισμό του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, που είχε ανεχτεί αυτή την επέμβαση.


Έτσι, εκτός των άλλων προβλημάτων δημιουργήθηκε το πρώτο σχίσμα ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης.


"