FastLean.gr Ιστορία - Α' Λυκείου 7.3.1 Η πνευματική ανάπτυξη

Η αξία της κλασικής παιδείας και η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας είναι έκδηλη τόσο στους λόγιους τους εμπνευσμένους από το ελληνικό-εθνικό πνεύμα όσο και στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Στα πνευματικά κέντρα της Ανατολής, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Αθήνα, προστέθηκε η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Στα κέντρα αυτά καλλιεργήθηκε η φιλοσοφία και η ρητορική και εξελίχθηκε η χριστιανική σκέψη.

Από τα πρώτα βήματά του το Ανατολικό κράτος κατανόησε την ανάγκη αποδοχής και υποστήριξης της ελληνικής παιδείας.

Αυτό γίνεται φανερό από την απόφαση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου να ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη βασιλική βιβλιοθήκη, η οποία περιελάμβανε και εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων βιβλίων.

Εκεί εργάστηκαν καλλιγράφοι για την αντιγραφή παλαιών χειρογράφων, που συνέβαλαν με το έργο τους στη διατήρηση της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας.

Η ελληνική παιδεία ενισχύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ με την ίδρυση στην Κωνσταντινούπολη του Πανδιδακτηρίου (425 μ.

Χ.

), του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου.

Στην ίδρυση του συνέβαλαν δύο γυναίκες, η Αθηναΐδα-Ευδοκία και η Πουλχερία, σύζυγος και αδελφή αντίστοιχα του Θεοδοσίου Β’, που διέθεταν ελληνική παιδεία.

Ο Ιουστινιανός, αν και έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών, επειδή ήταν κέντρα της εθνικής-ειδωλολατρικής παιδείας, εντούτοις διατήρησε τη φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας και παράλληλα ενίσχυσε τις νομικές σπουδές στο Πανδιδακτήριο.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι, ανεξάρτητα από το Πανδιδακτήριο, στο οποίο δε διδασκόταν η θεολογία, ιδρύθηκε τον 5ο αι.

μ.

Χ.

και λειτούργησε υπό την αιγίδα του πατριαρχείου θεολογική σχολή.

Είναι φανερό ότι υπήρχε διάκριση εξαρχής μεταξύ των λογίων της «θύραθεν» (= από τη θύρα, από έξω) παιδείας, δηλαδή της ειδωλολατρικής, και της εκκλησιαστικής.

Στην πρώτη ομάδα ανήκαν οι σπουδαίοι ρήτορες και φιλόσοφοι Λιβάνιος και Θεμίστιος καθώς και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός1.

Στη δεύτερη οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι αποδέχθηκαν την αξία της ελληνικής παιδείας και παράλληλα με τις εκκλησιαστικές τους υποχρεώσεις φρόντισαν για την πνευματική ανάπτυξη του λαού.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε σ’ αυτή την ομάδα το Μ.

Βασίλειο, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, το Γρηγόριο Νύσσης, τον Ιω.

Χρυσόστομο και το Συνέσιο τον Κυρηναίο.

Οι ιστοριογράφοι της ύστερης αρχαιότητας αναζήτησαν τα πρότυπά τους στους ιστορικούς της κλασικής εποχής.

Χρησιμοποίησαν την αττική διάλεκτο και έγραψαν σύγχρονη με την εποχή τους ιστορία.

Ο σπουδαιότερος είναι ο Προκόπιος, ο οποίος έζησε τους χρόνους του Ιουστινιανού και παρέδωσε σε τρία έργα την ιστορία της δράσης και της προσωπικής ζωής του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα.

Εκτός από τους ιστορικούς, ιστορικού περιεχομένου πονήματα έγραψαν και άλλοι, οι οποίοι εξιστορούν γεγονότα όχι μόνο σύγχρονα με την εποχή τους αλλά ξεκινώντας από την κτίση του κόσμου.

Αυτοί ονομάζονται χρονογράφοι.

Ο πιο γνωστός χρονογράφος του 6ου αιώνα είναι ο Ιωάννης Μαλάλας, ο οποίος εξιστορεί στη χρονογραφία του γεγονότα από τη μυθική ιστορία των Αιγυπτίων έως και τη βασιλεία του Ιουστινιανού.

Ένα είδος ιστοριογραφίας που άρχισε να διαμορφώνεται αυτή την εποχή και έκτοτε αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ήταν οι «Βίοι Αγίων».

Οι συγγραφείς αυτών των έργων ήταν μοναχοί ή Πατέρες της Εκκλησίας, που σκοπό είχαν να προβάλουν το έργο και τη ζωή ενάρετων χριστιανών που αγίασαν.

Έγραψαν σε λαϊκή κυρίως γλώσσα και θέλησαν με το συγγραφικό τους έργο να τονώσουν το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού.

Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος αυτού του είδους, τον 6ο αιώνα, ήταν ο Ιωάννης Μόσχος.

"