Οι πρώτοι χριστιανοί αποστρέφονταν ό,τι είχε σχέση με την ειδωλολατρία και ιδιαίτερα την ελληνική τέχνη, που εξυπηρετούσε πολύ περισσότερο απ’οποιαδήποτε άλλη πνευματική εκδήλωση τις ιδεολογικές και πρακτικές ανάγκες της λατρείας του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου.
— Ήταν φυσικό, λοιπόν, οι πρώτοι χριστιανοί να έρθουν αντιμέτωποι με τους καλλιτεχνικούς τρόπους έκφρασης των Εθνικών.
— Ωστόσο, η συνεχής επαφή με την ελληνική παιδεία θα τους εξοικειώσει και με την ελληνική τέχνη από την οποία δανείστηκαν αρκετά εξωτερικά στοιχεία.
— Στην αρχή λόγοι περισσότερο πρακτικοί που είχαν σχέση με τις λατρευτικές ανάγκες της νέας θρησκείας συνέβαλαν στην αποδοχή της ελληνικής τέχνης.
— Η χριστιανική τέχνη των πρώτων αιώνων διακρίνεται σε δύο φάσεις: ♦ την πρωτοχριστιανική τέχνη, δηλαδή την τέχνη των τριών πρώτων αιώνων, μέχρι την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως νόμιμης θρησκείας (313 μ.
), και ♦ την παλαιοχριστιανική τέχνη, δηλαδή την τέχνη που δημιουργήθηκε τους πρώτους αιώνες της ελεύθερης ιστορικής πορείας του Χριστιανισμού (4ος-6ος αιώνας).
Η πρωτοχριστιανική τέχνη.
— Διαμορφώθηκε στους χώρους λατρείας και ταφής των πρώτων Χριστιανών.
— Η θρησκευτική ζωή στην αρχή αναπτύχθηκε στο περιθώριο της νομιμότητας και στο μέτρο που δεν ενοχλούσε τον επίσημο δημόσιο βίο.
Η παλαιοχριστιανική τέχνη.
— Η κοσμική αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου ενδιαφέρθηκε για την κατασκευή ανακτόρων και οικοδομημάτων κοινής ωφέλειας, όπως λουτρών, δεξαμενών, υδραγωγείων, πανδοχείων κ.
— Αντίθετα, η χριστιανική αρχιτεκτονική παρουσιάζει ανανεωμένη και εξελικτική πορεία, που οφείλεται στην προσπάθεια αφενός να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες μεγαλύτερου αριθμού πιστών και αφετέρου να προβάλλει το δογματικό και ιδεολογικό περιεχόμενο της νέας θρησκείας.
— Σ’ αυτή την περίοδο διακρίνουμε τρεις αρχιτεκτονικούς τύπους: τη βασιλική, τα περίκεντρα κτήρια και τη βασιλική με τρούλο.
♦ Η ρωμαϊκή βασιλική ήταν ένα απλό, ορθογώνιας κάτοψης οικοδόμημα, διαδεδομένο σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία, που κάλυπτε δημόσιες ανάγκες.
— Χρησίμευε για τις συνεδριάσεις δικαστηρίων ή άλλων συλλογικών οργάνων της ρωμαϊκής πολιτείας.
— Το κτήριο αυτό εξελίχθηκε στην παλαιοχριστιανική βασιλική με την προσθήκη ημικυκλικής αψίδας στην ανατολική στενή πλευρά και δύο σειρών κιόνων παράλληλων προς τις μακρές πλευρές στο εσωτερικό.
— Οι κιονοστοιχίες αυτές χώριζαν το εσωτερικό σε τρία κλίτη, από τα οποία το μεσαίο ήταν διπλάσιο σε πλάτος από τα πλαϊνά.
— Στη δυτική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος, δημιουργήθηκε από τον 4ο αιώνα ένα εγκάρσιο κλίτος, που ονομάζεται πρόναος ή νάρθηκας και προορίζοταν για τους κατηχούμενους.
— Ναοί του τύπουτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής έχουν σωθεί σε ερείπια σε πολλά σημεία της αυτοκρατορίας.
— Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις παλαιοχριστιανικών βασιλικών που διατηρούνται μέχρι σήμερα είναι ο Άγιος Απολλινάριος στη Ραβέννα, ο Αγιος Δημήτριος και η Αχειροποίητος στη Θεσσαλονίκη κ.
— Τα περίκεντρα ή κυκλικά κτήρια χρησίμευαν στην αρχή ως μαυσωλεία* ή βαπτιστήρια ή στέγαζαν τον τόπο όπου έγινε κάποιο θαύμα.
— Είχαν ως στέγη κτιστό ημισφαιρικό θόλο που έδινε διάσταση στον κατακόρυφο άξονα του οικοδομήματος.
— Όταν αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως εκκλησίες προστέθηκε στα ανατολικά η αψίδα του Ιερού.
— Αυτής της εποχής σημαντικά κυκλικά κτήρια είναι το μαυσωλείο του Θευδέριχου στη Ραβέννα, η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (Rotondo) στη Ρώμη, στην Ελλάδα η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα) της Θεσσαλονίκης, η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα της εποχής του Ιουστινιανού.
— ♦ Η βασιλική με τρούλο αποτελεί συνδυασμό των δύο προηγουμένων αρχιτεκτονικών τύπων, όπου επιτυγχάνεται η σύζευξη του οριζόντιου κατά μήκος άξονα της βασιλικής με τον κατακόρυφο που δημιουργεί η θολωτή στέγη.
Ο συνδυασμός αυτός επιτεύχθηκε με την κατασκευή του μεγαλοπρεπέστερου μνημείου της χριστιανικής λατρείας, του ναού «της του Θεού Σοφίας» στην Κωνσταντινούπολη.
— Το μνημείο αυτό οικοδομήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού σε μικρό χρονικό διάστημα (532-537μ.
) με σχέδια των αρχιτεκτόνων Ανθέμιον από τη Μίλητο και Ισίδωρου από τις Τράλλεις της Μ.
— Ο μεγάλος σε διαστάσεις τρούλος στηρίζεται στην ανατολική και δυτική πλευρά σε ημικυκλικές κόγχες και στη βόρεια και νότια πλευρά σε δύο τόξα που διαμορφώνονται πάνω από τέσσερις κεντρικούς πεσσούς.
— Το αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής αυτής προσπάθειας είναι μεγαλειώδες και προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού και δέους στον επισκέπτη του μνημείου.
Τα περισσότερα από τα μνημεία αυτής της εποχής διακοσμούνται εσωτερικά με ψηφιδωτά ήτοιχογραφίες.
— Η ζωγραφική, και ιδιαίτερα η τέχνη του ψηφιδωτού, που έχει τις ρίζες της στους ελληνιστικούς χρόνους, δημιουργεί εξαίρετεςσυνθέσεις.
— Από την αρχαιότητα επιβιώνει το ειδυλλιακό τοπίο και το πορτρέτο, βαθμιαία όμως παρουσιάζονται νέοι καλλιτεχνικοί τρόποι έκφρασης που είναι πιο κοντά στο πνεύμα της χριστιανικής θρησκείας.
— Χαρακτηριστικά στοιχείατης παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής είναι τα ακόλουθα: ♦ το τοπίο αντικαθίσταται από το χρυσό βάθος· ♦ η αίσθηση του βάθους και της τρίτης διάστασης χάνεται· ♦ η ανθρώπινη μορφή αποδίδεται μετωπικά με μεγάλα μάτια και χωρίς όγκο.
— Η κάπως αφύσικη στάση σκοπό έχει να προβάλει την πνευματική υπόσταση της μορφής.
— Κέντρα της αυτοκρατορίας, όπου καλλιεργήθηκε η τέχνη του ψηφιδωτού αυτή την εποχή, ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Ραβέννα και η Θεσσαλονίκη.
— Σημαντικά μνημεία με ψηφιδωτά παλαιοχριστιανικής τέχνης σώζονται σήμερα κυρίως στη Ραβέννα και στη Θεσσαλονίκη.
Η γλυπτική, συνδυασμένη στη σκέψη των χριστιανών περισσότερο με την ειδωλολατρική λατρεία και τέχνη, δεν καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη αρχαιότητα.
— Χρησιμοποιήθηκε σε περιορισμένο βαθμό ως διακοσμητική τέχνη αρχιτεκτονικών μελών, όπως κιονοκράνων, γείσων, θωρακίων*, τέμπλων κ.
, και στη διακόσμηση σαρκοφάγων.
Από τα λίγα δείγματα της κοσμικής γλυπτικής σώζονται ανδριάντες αυτοκρατόρων ή ανάγλυφα για τη διακόσμηση αναμνηστικών στηλών.
— Χαρακτηριστικά δείγματα είναι το σύμπλεγμα της Τετραρχίας, κεφαλές των αυτοκρατόρων, — όπως του Μ.
Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Β’, Ιουλιανού, και — τα ανάγλυφα που κοσμούσαν τη βάση της αναμνηστικής στήλης του Μ.
Θεοδοσίου στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
— Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η μικροτεχνία, δηλαδή η κατασκευή μικρών αντικειμένων από χρυσό, ελεφαντοστό, πολύτιμους λίθους, όπως και η υφαντική τέχνη, δηλαδή η κατασκευή χρυσοποίκιλτων και πολυτελών υφασμάτων.