8.1.3 Η ιστορία και ο πολιτισμός

συναντάται σε 0 θέματα

Ο πολιτισμός του Ινδού.


Τα πρώτα δείγματα οργανωμένης ζωής ανάγονται στην εποχή του λίθου και χρονολογούνται από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.


Χ.


Κέντρο ανάπτυξης αυτού του πολιτισμού ήταν η περιοχή της Πενταποταμίας, δηλαδή η βορειοδυτική περιοχή της Ινδίας που διαρρέεται από τους παραπόταμους του Ινδού.


Στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.


Χ.


, στην ίδια περιοχή δημιουργήθηκαν οι πρώτες μεγάλες πόλεις.


Περιβάλλονταν με τείχη και παρουσίαζαν στοιχεία πολεοδομικής και κοινωνικής οργάνωσης, που θυμίζουν τις πόλεις των Σουμερίων.


Φαίνεται ότι επαφές μεταξύ των λαών της περιοχής του Ινδού και της Μεσοποταμίας υπήρχαν ήδη από τη νεολιθική εποχή και συνέβαλαν στην εξάπλωση του σουμεριακού πολιτισμού στην ινδική χερσόνησο.


Το πολιτιστικό επίπεδο στο οποίο έφτασαν οι κάτοικοι της περιοχής του Ινδού παρουσιάζεται ιδιαίτερα εξελιγμένο.


Εκτός των άλλων επιτευγμάτων, τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν τη χρήση γραφής, η οποία όμως δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί1.


Οι Άριοι και ο πολιτισμός των Βεδών.


Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.


Χ.


, για λόγους άγνωστους, κατέρρευσε ο πολιτισμός του Ινδού.


Στα μέσα περίπου της ίδιας χιλιετίας έκανε την εμφάνισή του στο χώρο γύρω από τον Ινδό ένας νέος λαός, λευκού χρώματος, ο οποίος, σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική εκδοχή, ήταν οι Άριοι.


Αυτοί, αφού υπέταξαν τους αυτόχθονες της περιοχής, περίπου το 1200 π.


Χ.


, πέρασαν και στην πεδιάδα του Γάγγη.


Από την εποχή της εμφάνισης των Αρίων (1500 π.


Χ.


) μέχρι και τον 4ο αι.


π.


Χ.


υπάρχει ένα μεγάλο ιστορικό κενό λόγω της έλλειψης ιστορικών τεκμηρίων.


Οι μόνες πληροφορίες που υπάρχουν αντλούνται μέσα από θρησκευτικούς ύμνους, τις Βέδες.


Τους «σκοτεινούς» αυτούς χρόνους της ινδικής ιστορίας διαμορφώθηκαν οι δύο μεγάλες θρησκείες, ο Βραχμανισμός (Ινδουισμός) και ο Βουδισμός.


Ο Βραχμανισμός είναι η αρχαιότερη από τις μεγάλες παγκόσμιες θρησκείες.


Οφείλει το όνομά του στους Βραχμάνες, δηλαδή εκείνους που ασχολήθηκαν με τη μελέτη των Βεδών και εξελίχθηκαν σταδιακά σε ιερατική κάστα.


Ο Βραχμανισμός, ως τρόπος ζωής και ως θεωρία, είναι πολυσύνθετος με αντικρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία, που ξεκινούν από τις αφελείς αφηγήσεις των χωρικών και φτάνουν μέχρι τη δυσνόητη λογική των φιλοσόφων.


Ο Βραχμανισμός ή, όπως διαφορετικά ονομάζεται, Ινδουισμός είναι η πρώτη θρησκεία του λαού της Ινδίας.


Ωστόσο, η ιστορική του προέλευση, δηλαδή κατά πόσο μεταφέρθηκε από τους Άριους ή κατά πόσο διαμορφώθηκε από δόγματα και πρακτικές των λαών του πολιτισμού του Ινδού, είναι πρόβλημα που δεν έχει λυθεί μέχρι τώρα.


Τη μεγάλη αυτή χρονική περίοδο της επικράτησης των Αρίων η βόρεια και κεντρική Ινδία ήταν διαιρεμένη σε μικρά, φεουδαρχικού τύπου,κρατίδια.


Σ’ ένα απ’ αυτά γεννήθηκε τον 6ο αι.


π.


Χ.


ο ιδρυτής της δεύτερης μεγάλης θρησκείας, του Βουδισμού.


Ο Σιντάρτα Γκαοντάμα, υπαρκτό ιστορικά πρόσωπο, γνωστός ως Βούδας (φωτισμένος), έζησε από το 563 έως το 483 π.


Χ.


και υπήρξε ο θεμελιωτής της θρησκείας με τη μεγαλύτερη διάδοση στην Ασία.


Με τη διδασκαλία του στράφηκε εναντίον των Βραχμάνων και προέβαλε την ιδέα της λύτρωσης μέσα από ένα συνεχή κύκλο δοκιμασίας και αναγέννησης.


Μετά το θάνατο του οι οπαδοί του χωρίστηκαν σε θρησκευτικές ομάδες με διαφορετικές διδασκαλίες.


Η μια ομάδα διέδωσε το Βουδισμό στην Ταϊλάνδη και την Ινδοκίνα και η άλλη στην Κίνα, την Ιαπωνία και την υπόλοιπη Α.


Ασία.


Παράλληλα με το Βουδισμό, τον 6ο αι.


π.


Χ.


, στην Ινδία εμφανίστηκε και μια άλλη θρησκεία ο Τζαϊνισμός.


Στα τέλη του 6ου αι.


π.


Χ.


, η περιοχή του Ινδού καταλήφθηκε από τους Πέρσες και παρέμεινε στην κατοχή τους για δύο περίπου αιώνες, μέχρι την κατάκτηση της από το Μ.


Αλέξανδρο (326-325 π.


Χ.


).


Η αυτοκρατορία των Μαουρία (Μοριαίων).


Όταν ο Μ.


Αλέξανδρος έφτασε στην περιοχή του Ινδού, φαίνεται ότι συναντήθηκε με τον Σαντραγκούπτα Μαουρία, γνωστό στους Έλληνες με το ονομα Σαδράκοττος, γιος ενός από τους μικρούς ηγεμόνες της Ινδίας3.


Αυτός επηρεασμένος, από το μεγαλείο του Αλεξάνδρου, θέλησε να τον μιμηθεί ιδρύοντας μια μεγάλη ινδική αυτοκρατορία.


Στην αρχή κατέλαβε τα μικρά βασίλεια της περιοχής του Γάγγη και μετά, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η αποχώρηση του Αλεξάνδρου, κατέκτησε όλα τα εδάφη ανατολικά του Ινδού και στη συνέχεια τη Ν.


Ινδία.


Ο εγγονός του, ο Ασόκα (264-227 π.


Χ.


), ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατόρθωσε να ενώσει πολιτικά όλη την Ινδία σε μια αυτοκρατορία.


Ο Ασόκα θα συμβάλει στη διάδοση του ινδικού πολιτισμού στις γύρω ασιατικές χώρες με την αποστολή βουδιστών μοναχών.


Από την εποχή της βασιλείας του Ασόκα χρονολογούνται τα πρώτα λίθινα μνημεία του ινδικού πολιτισμού.


Ονομαστές είναι οι στήλες του Ασόκα γεμάτες με εγχάρακτα βουδιστικά κείμενα.


Η παρουσία ξένων λαών.


Οι σχέσεις με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους.


Μετά το θάνατο του Ασόκα, η Ινδία διασπάστηκε πάλι σε μικρά κρατίδια.


Το 2ο αι.


π.


Χ.


γίνονται επιδρομές στις δυτικές και βορειοδυτικές περιοχές της ινδικής χερσονήσου.


Οι εισβολείς ήταν οι Έλληνες ηγεμόνες που είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από το κράτος των Σελευκιδών, οι Πάρθοι και νομάδες από την κεντρική Ασία, γνωστοί με το όνομα Κουσάν.


Οι Έλληνες ηγεμόνες, που είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από το ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκιδών, ίδρυσαν στην αρχή το βασίλειο της Βακτρίας και στη συνέχεια κατέκτησαν ένα μεγάλο μέρος από την πεδιάδα του Ινδού δημιουργώντας εκεί το ελληνοϊνδικά βασίλειο του Ινδού.


Τα δύο ελληνοϊνδικά βασίλεια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία των Ινδών κατά το 2ο αι.


π.


Χ.


και μεγάλο μέρος του 1ου αι.


π.


Χ.


Η ελληνική τέχνη έγινε γνωστή σ’ αυτές τις περιοχές και επηρέασε τη βουδιστική.


Αυτή την εποχή κατασκευάστηκαν πολλά αγάλματα του Βούδα, τα πρόσωπα των οποίων μοιάζουν με τη μορφή του Απόλλωνα.


Τα βασίλεια αυτά εξαφανίστηκαν προς τα τέλη του 1ου αι.


π.


Χ.


κάτω από την πίεση των Πάρθων και κυρίως των Κουσάν, νομάδων της κεντρικής Ασίας.


Οι Κουσάν στην αρχή εγκαταστάθηκαν στο χώρο τον οποίο καταλάμβαναν τα ελληνοϊνδικά βασίλεια.


Στη συνέχεια, τον 1ο αι.


μ.


Χ.


, εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος της βόρειας Ινδίας δημιουργώντας μια μεγάλη σε έκταση αυτοκρατορία.


Οι νομάδες αυτοί, που προηγουμένως είχαν περάσει από τις περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές αποικίες, δέχτηκαν την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού της κεντρικής Ασίας και ακούσια διατήρησαν τον ημιελληνικό αυτό πολιτισμό.


Η περίοδος από τον 1ο αι.


μ.


Χ.


έως τον 4ο αι.


μ.


Χ.


είναι μεταβατική για την ινδική ιστορία και τέχνη.


Τους πρώτους αιώνες π.


Χ.


και μ.


Χ.


γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη το θαλάσσιο εμπόριο για να ανταποκριθεί στη μεγάλη ζήτηση ινδικών προϊόντων.


ελεφαντόδοντου, μπαχαρικων, διαμαντιών κ.


ά.


από τους Ρωμαίους.


Οι ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια ρωμαϊκά νομίσματα σε ινδικά λιμάνια αλλά και τμήμα ρωμαϊκού εμπορικού σταθμού.


Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, τον 1ο αι.


μ.


Χ.


, διαμαρτύρεται σε επιστολή του που έχει σωθεί ότι τα ινδικά προϊόντα στοίχιζαν στους Ρωμαίους 550 εκατομμύρια σηστέρτιους* σε χρυσό το χρόνο.


Στη γλυπτική, την περίοδο αυτή, αναπτύχθηκε μια καλλιτεχνική έκφραση, κυρίως στην περιοχή του παλαιού ελληνοϊνδικού βασιλείου του Ινδού, γνωστή ως τέχνη της Γκαντάρα ή ελληνοβουδιστική, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ελληνιστικών στοιχείων στην απόδοση θεμάτων ινδικών και βουδιστικών.


Στη λογοτεχνία γενικεύθηκε η χρήση της σανσκριτικής γλώσσας και ολοκληρώθηκαν τα δύο μεγάλα ινδικά έπη, η Ραμαγιάνα και η Μαχαμπχαράτα.


Ανάγλυφο της Γκαντάρα (τέλη 2ον αι.


μ.


Χ.


-αρχές 3ου αι.


μ.


Χ.


).


Εικονίζεται η σκηνή του θανάτου του Βούδα.


(Ουάσιγκτον, Πινακοθήκη Freer, Smithsonian Institution) Η χρυσή εποχή.


Από τα μέσα του 4ου αι.


μ.


Χ.


μέχρι και τον 6ο αι.


μ.


Χ.


, η Ινδία περνάει σε μια νέα περίοδο πολιτικής ενότητας κάτω από την εξουσία γηγενών πληθυσμών, που σταδιακά κατόρθωσαν να επιβληθούν (δυναστεία των Γκούπτα).


Η περίοδος αυτή θεωρείται ως η χρυσή εποχή του ινδικού πολιτισμού.


Ο ινδικός πολιτισμός μαζί με το Βουδισμό διαδόθηκαν μέχρι την Άπω Ανατολή.


Την ειρηνική αυτή εποχή οι Ινδοί λόγιοι διαμόρφωσαν το δεκαδικό μετρικό σύστημα και μια απλουστευμένη μέθοδο γραφής των αριθμών, που ονομάστηκε αραβική, επειδή έγινε γνωστή στην Ευρώπη από Άραβες εμπόρους και μελετητές, ενώ ήταν ινδική εφεύρεση.


Η χρυσή εποχή τελειώνει με την άφιξη νέων νομαδικών λαών στη Β.


Ινδία.


Τη μεγαλύτερη απειλή αποτελούν οι Λευκοί Ούνοι, συγγενείς με τους Μαύρους Ούνους που εισέβαλαν στα μέσα του 5ου αι.


μ.


Χ.


στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.


Αυτοί μετέβαλαν σε ερείπια όλη τη Β.


Ινδία και κατέστρεψαν τα σημαντικότερα βουδιστικά ιερά, γεγονός που θα συμβάλει στη βαθμιαία εξαφάνιση του Βουδισμού από τον ινδικό χώρο.


1 Ποια είναι τα συμπεράσματά σας από τη μελέτη του παραθέματος 2 και τηνπαρατήρηση των εικόνων της σ.


274 σχετικά με τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στον Ινδό ποταμό;2 Να αξιολογήσετε την πολιτιστική προσφορά των Ελλήνων στην ευρύτερηπεριοχή της Ινδίας αναφέροντας αποδεικτικά στοιχεία.


3 Ποιες πληροφορίες έχουμε για τις επαφές του ρωμαϊκού κόσμου με την Ινδία και σε ποιο επίπεδο εντοπίζονται οι επαφές αυτές;4 Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της τέχνης –σε ό,τι αφορά τα θέματα και τοντρόπο απόδοσής τους– που προβάλλονται στις εικόνες των σ.


271 και 279;"