Κοινωνία και εξουσία στη Δυτική Ευρώπη α.
Οι κοινωνικές τάξεις Όπως προαναφέρθηκε, η ανώτερη αριστοκρατία προέρχεται από άμεσους υποτελείς του βασιλιά, τους ευγενείς της καρολίδειας εποχής.
Από τον 11ο αιώνα επεκτείνεται το σύστημα της υποτέλειας και, εκτός από τους παλαιούς κληρονομικούς φεουδάρχες, δημιουργείται μια νέα κατηγορία κατώτερων υποτελών, την πλειονότητα των οποίων αποτελούσαν οι ιππότες.
Οι ιππότες έφεραν βαριά και ακριβή πανοπλία.
Η πολεμική τέχνη του ιππότη προϋπέθετε σκληρή εκπαίδευση από την παιδική του ηλικία.
Στα 12 ή 14 χρόνια του ο ιππότης έπαιρνε το χρίσμα στο πλαίσιο ειδικής τελετής, με την οποία συνειδητοποιούσε ότι ως ιππότης δεν είχε μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, όπως το να υπερασπίζεται την πίστη και τη δικαιοσύνη, να βοηθά τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους.
Οι ιππότες αποτελούσαν εξαρχής μία τάξη σχετικά ανοιχτή σε τολμηρούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι και συγκέντρωναν ορισμένες οικονομικές προϋποθέσεις.
Έτσι οι πρωτότοκοι, που κληρονομούσαν την πατρική περιουσία, πύκνωναν τις τάξεις των ιπποτών, οι οποίοι περιφέρονταν αναζητώντας την τύχη τους ή συμμετείχαν στις χριστιανικές εκστρατείες, ενώ οι αποκλειόμενοι από την πατρική περιουσία γίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία ή στις μονές.
Έντονη κινητικότητα παρατηρείται και στην αγροτική τάξη.
Η θέση των αγροτών βελτιώνεται σημαντικά και πολλοί από αυτούς μεταπηδούν στην τάξη των ιπποτών.
Μερικές φορές απελευθερώνονται ολόκληρες αγροτικές κοινότητες.
Συνήθως όμως οι αγρότες αποκτούν την ελευθερία τους δραπετεύοντας στις πόλεις ή σε άλλες αγροτικές περιοχές, τις οποίες εποίκιζαν και εκχέρσωναν.
Οι κάτοικοι των πόλεων Οι ομάδες που ασχολούνται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία αποκτούν στη διάρκεια του 11ου αι.
ελευθερίες και προνόμια και συνήθως συμμαχούν με τα κατώτερα στρώματα της αριστοκρατίας εναντίον των ισχυρών φεουδαρχών.
Έτσι στα τέλη του 12ου αιώνα εμφανίζεται μία νέα κοινωνία, των αστών με διαφορετική δομή, που αντιπαρατίθεται, με τη δραστηριότητά της και την κοινωνική και πολιτική οργάνωσή της, στην κοινωνική διάρθρωση της φεουδαρχικής υπαίθρου.
Η σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους Η πάλη μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους για την κυριαρχία του κόσμου συνδέεται στενά με τη μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας, που ανέλαβε ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ (1073-1085).
Η μεταρρύθμιση αυτή απέβλεπε στην κατάργηση της σιμωνίας (εξαγορά αξιωμάτων), στην επιβολή της αγαμίας του κλήρου και, κυρίως, στην απαγόρευση της περιβολής, δηλαδή του διορισμού των επισκόπων από τον αυτοκράτορα.
Η πρώτη φάση αυτού του αγώνα ονομάστηκε για το λόγο αυτό διαμάχη για την περιβολή.
Η διαμάχη άρχισε το 1075 με μία παπική γνωμοδότηση (Dictatus Ραpae), που καθόριζε τις βασικές αρχές της παπικής κυριαρχίας.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ απάντησε με τη σύνοδο της Βορμς (1076), η οποία χαρακτήρισε τον πάπα ως ψευδομοναχό και αρπακτικό λύκο και τον καθαίρεσε.
Ο πάπας με τη σειρά του αναθεμάτισε τον αυτοκράτορα, του αφαίρεσε κάθε εξουσία στη Γερμανία και την Ιταλία και απαγόρευε στους πιστούς να υπακούουν στις εντολές του.
Οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες εκμεταλλεύθηκαν τον αναθεματισμό, για να ενισχύσουν τη δύναμή τους εξέλεξαν δικό τους βασιλιά και προσκάλεσαν τον πάπα στη Γερμανία.
Λέγεται ότι ο Ερρίκος αναγκάστηκε τότε να υποκύψει και να ταπεινωθεί μπροστά στον πάπα, στο φρούριο Κανόσσα (1077).
Η σύγκρουση συνεχίστηκε από τον ίδιο τον Ερρίκο και τους διαδόχους του με αναθέματα, στρατιωτικά και άλλα μέτρα.
Η φάση αυτή τερματίστηκε με τη συμφωνία της Βόρμς (1122), που αποτελούσε πρακτικά νίκη της Εκκλησίας, αφού διαχώριζε τις σφαίρες της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.
Η δύναμη της Εκκλησίας πάντως εκδηλώθηκε κυρίως με τις Σταυροφορίες.