Η δυτική Ευρώπη στη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα α.
Οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη Ο 13ος αιώνας ήταν για τη δυτική Ευρώπη εποχή ευμάρειας.
Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε, ενώ η εφαρμογή καινοτομιών, όπως ο νερόμυλος, το υδραυλικό πριόνι και ο ποδοκίνητος αργαλειός, επέτρεψε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας μεταξωτών και άλλων πολυτελών ενδυμάτων, κυρίως στη Φλάνδρα και τη Βόρεια Ιταλία.
Η αύξηση της παραγωγής επέδρασε ευνοϊκά στο εμπόριο.
Η ανάπτυξή του συνδέθηκε με την κατασκευή δρόμων, τη βελτίωση της ναυτικής τεχνολογίας και τη γενίκευση του θεσμού των εμποροπανηγύρεων.
Συγχρόνως άρχισαν να αναδεικνύονται νέες πόλεις όπως η Φλωρεντία και το Μιλάνο.
Δείγμα της οικονομικής ευρωστίας, ιδίως των ιταλικών πόλεων, ήταν και το γεγονός ότι τα νομίσματά τους, όπως τα βενετικά δουκάτα, εκτόπισαν σιγά σιγά από τις διεθνείς αγορές τα βυζαντινά και τα ισλαμικά νομίσματα και έδωσαν στη Δύση οικονομικό κύρος και νομισματική ανεξαρτησία.
Ο 13ος αιώνας είναι επίσης εποχή δημογραφικής ανάπτυξης, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στις πόλεις.
Ο πληθυσμός των δυτικοευρωπαϊκών χωρών σχεδόν διπλασιάστηκε, ενώ ο πληθυσμός ορισμένων ανεπτυγμένων οικονομικά πόλεων, όπως π.
της Φλωρεντίας, πολλαπλασιάστηκε.
Κοινωνικές μεταβολές Οι οικονομικές μεταβολές ενίσχυσαν την κεντρική εξουσία στις χώρες της Δύσης και μείωσαν τη δύναμη των μικρών φεουδαρχών.
Η ανώτερη όμως αριστοκρατία διατήρησε τη θέση της και συνεργάστηκε με την κεντρική εξουσία.
Στην ύπαιθρο, πολλοί αγρότες κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους φεουδάρχες και να βελτιώσουν θεαματικά τη θέση τους.
Η μεγάλη μάζα όμως γινόταν σταδιακά όλο και φτωχότερη.
Στις πόλεις οι επαγγελματίες οργανώθηκαν σε συντεχνίες.
Αλλά, παρόλο που οι περισσότεροι είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, την πόλη κυβερνούσε συνήθως μια μικρή ομάδα ισχυρών οικογενειών, οι πατρίκιοι , που συγκροτούσαν σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τα δημοτικά συμβούλια.
Η κρίση της φεουδαρχίας Η περίοδος από το 1270 περίπου ως το 1330 ήταν περίοδος κρίσης.
Η αύξηση του πληθυσμού ξεπέρασε το ρυθμό ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής και παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα επισιτισμού.
Επί πλέον, οι αγρότες παρήγαν τώρα κατά προτίμηση προϊόντα που προορίζονταν για το διεθνές εμπόριο (π.
) αντί των δημητριακών, Ετσι η οικονομία εξαρτήθηκε από την εμπορική συγκυρία και το πρόβλημα επισιτισμού εντάθηκε.
Μια σειρά, εξάλλου, από φυσικές καταστροφές, όπως π.
πλημμύρες, προκάλεσαν μεγάλες ζημιές τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και στο εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ και οι γεννήσεις μειώθηκαν σημαντικά.
Το μεγαλύτερο πλήγμα για την ευρωπαϊκή κοινωνία του 14ου αι.
ήταν ο Μαύρος Θάνατος, επιδημία βουβωνικής πανώλης που από το 1347 ως το τέλος του αιώνα διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη και εξόντωσε περίπου τα δύο πέμπτα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Τη δημογραφική και οικονομική φθορά που προκάλεσαν η πείνα και οι επιδημίες, συμπλήρωσε ο καταστροφικός και μακροχρόνιος Εκατονταετής Πόλεμος (1339-1453) ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία.
Η εξαθλίωση των φτωχών και η επιβολή νέων φόρων προκάλεσαν εξεγέρσεις τόσο στις πόλεις (π.
στη Φλωρεντία) όσο και στην ύπαιθρο, εξεγέρσεις που κατεστάλησαν βίαια, αλλά είχαν μακροπρόθεσμα δύο θετικά αποτελέσματα: τη συμμετοχή των συντεχνιών στα δημοτικά συμβούλια των πόλεων και την αύξηση των μισθών των εργαζομένων στις βιοτεχνίες.
Οι κοινωνικές αυτές συγκρούσεις εξέφρασαν τη γενικότερη κρίση της φεουδαρχίας και προετοίμασαν την αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
Η συγκρότηση κρατών και η αιχμαλωσία της Αβινιόν Ήδη από τα τέλη του 13ου αι.
οι βασιλείς στην Αγγλία και ιδίως στη Γαλλία προσπάθησαν με τη βοήθεια των αστών (εμπόρων, τραπεζιτών και βιοτεχνών) να υποτάξουν τους φεουδάρχες και να συγκροτήσουν ισχυρά κράτη.
Στην προσπάθειά του αυτή ο βασιλιάς της Γαλλίας βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πάπα και τον υποχρέωσε, με τη σύμφωνη γνώμη μιας γενικής συνέλευσης στην οποία συμμετείχαν και αστοί, να μεταφέρει την έδρα του από τη Ρώμη στην Αβινιόν (1309-1378).
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αποκαλούμενη αιχμαλωσία της Αβινιόν, μια από τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις που δέχθηκε ποτέ η κεφαλή της καθολικής εκκλησίας.
Η ταπείνωση της Αβινιόν και κάποια φαινόμενα διαφθοράς (φιλαργυρία, εξαγορά αξιωμάτων και ευνοιοκρατία) στους κόλπους της ιεραρχίας συνέβαλαν στο να τραυματιστεί το ηθικό κύρος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και να αρχίσει να διατυπώνεται ήδη από τα τέλη του Μεσαίωνα το αίτημα για θρησκευτική μεταρρύθμιση.
Στην Γαλλία, η μοναρχία παρουσίασε ισχυρές τάσεις για συγκεντρωτική εξουσία και κατόρθωσε να επιβληθεί στους φεουδάρχες.
Στην Αγγλία όμως, οι φεουδάρχες συνεργάστηκαν με τον κλήρο και τους αστούς και επέβαλαν σημαντικούς περιορισμούς στη βασιλική εξουσία.
Τις απαιτήσεις τους τις διατύπωσαν στην περίφημη Μεγάλη Χάρτα των Ελευθεριών (Magna Charta, 1215), την οποία αναγκάστηκε να αποδεχθεί ο βασιλιάς Ιωάννης Α’ ο Ακτήμονας.
Τα επόμενα χρόνια ιδρύθηκε το Αγγλικό Κοινοβούλιο, το οποίο αποτελούσαν ευγενείς και αστοί.
Από το κοινοβούλιο αυτό, που συνεδρίασε για πρώτη φορά το 1295, προήλθαν η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Βουλή των Λόρδων.
Αντίθετα με την Γαλλία και την Αγγλία, στη Γερμανία δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί ενιαίο κράτος που θα συνένωνε τα φέουδα και τα επί μέρους κρατίδια, γιατί εκεί οι μεγάλοι φεουδάρχες κατόρθωσαν να επιβάλουν χωρίς περιορισμούς τη βούλησή τους στους βασιλείς.