6.5. Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

συναντάται σε 50 θέματα

θέμα: 1 - #2

θέμα: 2 - #2

θέμα: 3 - #2

θέμα: 4 - #2

θέμα: 5 - #2

θέμα: 6 - #2

θέμα: 7 - #2

θέμα: 8 - #2

θέμα: 9 - #2

θέμα: 10 - #2

θέμα: 11 - #2

θέμα: 12 - #2

θέμα: 13 - #2

θέμα: 14 - #2

θέμα: 15 - #2

θέμα: 16 - #2

θέμα: 17 - #2

θέμα: 18 - #2

θέμα: 19 - #2

θέμα: 20 - #2

θέμα: 21 - #2

θέμα: 22 - #2

θέμα: 23 - #2

θέμα: 24 - #2

θέμα: 25 - #2

θέμα: 26 - #2

θέμα: 27 - #2

θέμα: 28 - #2

θέμα: 29 - #2

θέμα: 30 - #2

θέμα: 31 - #2

θέμα: 32 - #2

θέμα: 33 - #2

θέμα: 34 - #2

θέμα: 35 - #2

θέμα: 36 - #2

θέμα: 37 - #2

θέμα: 38 - #2

θέμα: 39 - #2

θέμα: 40 - #2

θέμα: 41 - #2

θέμα: 42 - #2

θέμα: 43 - #2

θέμα: 44 - #2

θέμα: 45 - #2

θέμα: 46 - #2

θέμα: 47 - #2

θέμα: 48 - #2

θέμα: 49 - #2

θέμα: 50 - #2


Η Ανατολή υπό την Οθωμανική κυριαρχία α.


Η επέκταση των Οθωμανών στην Ανατολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο.


Η οθωμανική στρατηγική στη Μεσόγειο Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 άνοιξε ο δρόμος της οθωμανικής επέκτασης προς την Ευρώπη και, αργότερα, προς τη de facto νομιμοποίηση του σουλτανικού καθεστώτος από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με τη σύναψη διμερών εμπορικών σχέσεων.


Ακόμη και η Βενετία, η οποία εξαναγκάστηκε σε σταδιακή απώλεια σημαντικού μέρους των κτήσεών της στον ελλαδικό χώρο, ακολούθησε ρεαλιστική πολιτική έναντι των Οθωμανών, υπογράφοντας διαδοχικά συνθήκες ειρήνης, προκειμένου να διαφυλάξει τα οικονομικά της συμφέροντα στην Ανατολή.


Το παράδειγμά της ακολούθησαν και οι άλλες ιταλικές πόλεις-κράτη, κυρίως για να προστατευθούν από τη γαλλική επεκτατική πολιτική σε βάρος τους.


Στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα, μετά και την κατάκτηση της Ρόδου (1522), το μεγαλύτερο μέρος της Αν.


Μεσογείου βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Οθωμανών.


ΟΙ BENETOTOYPKIKOI ΠΟΛΕΜΟΙ Η επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη Τις οθωμανικές κατακτήσεις στα ευρωπαϊκά εδάφη συνέχισε κατά το 16ο αιώνα ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566), ο οποίος προώθησε τα στρατεύματά του μέχρι τη Βιέννη (1529), χωρίς όμως να κατορθώσει να την κυριεύσει.


Ανάμεσα στους Αψβούργους* και την Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε τότε ένας μακροχρόνιος ανταγωνισμός που κράτησε με εναλλασσόμενες φάσεις μέχρι το 18ο αιώνα.


Η διαμάχη, εξάλλου, μεταξύ των Αψβούργων (βασιλέων της Γερμανίας και της Ισπανίας) και των βασιλέων της Γαλλίας για την ηγεμονία στην Ευρώπη, οδήγησε σε αναπροσανατολισμό της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής.


Η Γαλλία εγκατέλειψε τη σταυροφορική της παράδοση και επιδίωξε τον προσεταιρισμό των Τούρκων.


Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ Η στροφή αυτή επισημοποιήθηκε με την υπογραφή διομολογήσεων (1535), εμπορικών δηλαδή συμφωνιών, μεταξύ του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου Α’ και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.


Οι συμφωνίες αυτές ήταν προνομιακές για τη Γαλλία, η οποία ευνοήθηκε σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.


Με την πρακτική της υπογραφής διομολογήσεων οι Οθωμανοί εξελίχθηκαν σε σημαντικό ρυθμιστικό παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής ισορροπίας.


Μετατόπιση της ευρωπαϊκής και οθωμανικής αναμέτρησης στο μεσογειακό χώρο.


Η ναυμαχία της Ναυπάκτου.


Στο μεταξύ η επέκταση της επιρροής του σουλτάνου στη Βόρεια Αφρική και τη Βαλκανική, που έθετε σε κίνδυνο τις κτήσεις των Αψβούργων, προκάλεσε την ανάμειξη και της Ισπανίας στην αντιτουρκική δραστηριότητα.


Η δραστηριότητα όμως αυτή των Ευρωπαίων δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα.


Οι Τούρκοι συνέχισαν τις κατακτήσεις τους κυριεύοντας τη Χίο (1566), η οποία μέχρι τότε ανήκε στους Γενουάτες, και την Κύπρο (1570-71) παρά τη σθεναρή αντίσταση των Βενετών και των Κυπρίων.


Υπό την πίεση των γεγονότων αυτών, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις (πάπας, Γερμανία, Ισπανία, Αυστρία, Βενετία και ιταλικά κρατίδια) ενώθηκαν για μια ακόμα φοράσε Ιερό Συνασπισμό (1571) εναντίον των Τούρκων.


Ο ενωμένος χριστιανικός στόλος κατόρθωσε να νικήσει τις οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις στις 7 Οκτωβρίου 1571 κοντά στη Ναύπακτο, καταρρίπτοντας έτσι το μύθο του αήττητου των Τούρκων.


Η μεγάλη όμως αυτή ναυτική νίκη δεν είχε άμεσα στρατηγικά αποτελέσματα, γιατί η συμμαχία των χριστιανικών δυνάμεων δεν κράτησε πολύ, αφού η καθεμιά, για τους δικούς της λόγους, εγκατέλειψε τον αγώνα κατά των Τούρκων.


Εκτός των άλλων, στην αλλαγή αυτή της ευρωπαϊκής πολιτικής συνέβαλαν και η επέκταση των διομολογήσεων και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και οι θρησκευτικές έριδες με αποκορύφωμα τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648).


Υπό αυτές τις συνθήκες οι Τούρκοι βρήκαν το έδαφος πρόσφορο για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους για την κατάκτηση της Κρήτης (1645-1669), που ήταν το τελευταίο προπύργιο των βενετικών συμφερόντων στην οθωμανική ανατολική Μεσόγειο.


β.


Ελληνισμός και Δύση Η στάση των Ελλήνων κατά τις επιχειρήσεις των δυτικών δυνάμεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Το όραμα της ελευθερίας των Ελλήνων συνδέθηκε, κατά την περίοδο αυτή, αναπόφευκτα με την αντιτουρκική πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων.


Άλλωστε, οι βενετοτουρκικές συγκρούσεις και, γενικότερα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων πραγματοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο.


Οι θρήνοι, οι παραδόσεις, οι προφητείες και οι χρησμοί για ανάσταση του Γένους θέρμαιναν την ελπίδα των Ελλήνων ότι οι Ευρωπαίοι θα ευνοούσαν τις προσπάθειές τους για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.


Η αισιόδοξη αυτή προοπτική συντελούσε στη δημιουργία επαναστατικού κλίματος που εκδηλωνόταν με τοπικές εξεγέρσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια των βενετοτουρκικών συγκρούσεων.


Εκτός από τους Βενετούς, και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις προσέφεραν, για ποικίλους λόγους και σε διάφορες περιόδους, ελπίδες για ένοπλες επιχειρήσεις στην ελληνική χερσόνησο.


Από τα τέλη του 15ου αιώνα η Γαλλία δεν δίσταζε να παρέχει αφειδώς υποσχέσεις στους Έλληνες για επικείμενη εκστρατεία της εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Από το 1535, όμως, η γαλλική πολιτική έγινε φιλοτουρκική, με αποτέλεσμα την οριστική παρακμή της ιδέας μιας χριστιανικής εκστρατείας για εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.


Παρόμοια τακτική ακολουθούσαν και οι πολλά υποσχόμενοι ιεροί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα: Διακήρυσσαν αναφανδόν την άμυνα της χριστιανοσύνης εναντίον των “απίστων” ή ακόμη την πραγματοποίηση μεγαλεπήβολων εκστρατειών για την απελευθέρωση της υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνικής Ανατολής- ωστόσο, εξυπηρετούσαν στόχους άσχετους προς τις διακηρυγμένες επιδιώξεις τους σχετικά με την τύχη της ελληνικής χερσονήσου και την οθωμανική απειλή.


Επαναστατικές κινήσεις μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου Η κατάρριψη του θρύλου για το αήττητο των Τούρκων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου έδωσε θάρρος και γέννησε πολλές ελπίδες στους υπόδουλους Έλληνες και σε άλλους λαούς της Βαλκανικής.


Από τότε πύκνωσαν οι εκκλήσεις των Ελλήνων στις διάφορες ευρωπαϊκές αυλές για ενίσχυση των απελευθερωτικών προσπαθειών τους.


Αποδέκτης των εκκλήσεων αυτών ήταν μεταξύ άλλων ο αυτοκράτορας της Γερμανίας, κυρίως προς το τέλος του 16ου αιώνα και κατά το β’ μισό του 17ου αιώνα.


Οι ελπίδες των Ελλήνων όμως φάνηκε να βρίσκουν ανταπόκριση μόνο στο παπικό κράτος και σε μερικούς φιλόδοξους ηγεμόνες των ιταλικών κρατιδίων.


Ως την έναρξη των θρησκευτικών πολέμων κυρίως, αλλά και αργότερα, στο πλαίσιο των προσπαθειών για απελευθέρωση των Ελλήνων και για διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδηλώθηκαν στις υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές επαναστατικές κινήσεις, οι κυριότερες από τις οποίες ήταν: Οι σχέσεις των υπόδουλων Ελλήνων με τη Δύση Όλη αυτή η επαναστατική δραστηριότητα στηριζόταν σε χιμαιρικά επαναστατικά σχέδια τα οποία ματαιώνονταν συχνά πριν καν εκδηλωθούν, καθώς οι Ευρωπαίοι ανταποκρίνονταν ελάχιστα ή καθόλου στις υποσχέσεις τους για στρατιωτική βοήθεια.


Ωστόσο, οι Ελληνες δεν σταμάτησαν να ελπίζουν στην εθνική τους αποκατάσταση με ξένη βοήθεια.


Μετά τις αλλεπάλληλες όμως απογοητεύσεις από τις δυτικές δυνάμεις, έστρεψαν τα βλέμματά τους, από το β’ μισό του 17ου αιώνα, προς την ομόδοξη Ρωσία.


Οι συγκρούσεις και ο διαρκής αναβρασμός στην ελληνική χερσόνησο, οι εξεγέρσεις, οι βιαιοπραγίες των στρατευμάτων, οι δυσβάστακτοι φόροι, η πειρατεία και η φυγή του πληθυσμού προς τις ορεινές ή τις βενετοκρατούμενες περιοχές και το εξωτερικό καταδίκασαν σε μαρασμό την οικονομική δραστηριότητα του υπόδουλου Ελληνισμού.


Ανάλογες ήταν οι επιπτώσεις και στη γενικότερη πολιτισμική ανάπτυξη.


Ετσι, η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σήμανε ταυτόχρονα και την έναρξη για τον Ελληνισμό μιας μακράς περιόδου οπισθοδρόμησης και δεινών, την ίδια εποχή που τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονταν στην αυγή των νεότερων χρόνων και σημείωναν προόδους σε πολλούς τομείς του πολιτισμού.


Μόνο η σταδιακή ανασύνδεση των Ελλήνων με την Ευρώπη και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για πνευματική αναγέννηση, που έφθασε στην ακμή της με το Νεοελληνικό Διαφωτισμό (περίπου 1750-1821).


γ.


Η εθνολογική σύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κεντρική εξουσία Το καθεστώς των υποδούλων Σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο, οι κάτοικοι των κατακτημένων περιοχών έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στον εξισλαμισμό και τη σφαγή.


Εξαίρεση αποτελούσαν οι λαοί της Βίβλου (Εβραίοι, Χριστιανοί) οι οποίοι μπορούσαν να συνάψουν ένα είδος συνθήκης με τους Μουσουλμάνους, σύμφωνα με την οποία εξαγόραζαν τη ζωή τους έναντι της εκπλήρωσης ποικίλων υποχρεώσεων και κυρίως της καταβολής του φόρου υποτελείας, του κεφαλικού φόρου .


Η κατηγορία αυτή των υποδούλων ονομάζονταν τζιμμήδες .


Με την ίδια συνθήκη παραχωρούνταν στους τζιμμήδες και ορισμένες ελευθερίες, ατομικές, οικονομικές και θρησκευτικές.


Οι ποικίλοι όμως εξευτελιστικοί περιορισμοί αναιρούσαν στην ουσία τις παραχωρήσεις αυτές.


Το σύνολο του πληθυσμού, με εξαίρεση τους Οθωμανούς αξιωματούχους, συγκροτούσε την τάξη των ραγιάδων .


Ο όρος όμως αυτός από το 18ο αιώνα επικράτησε να δηλώνει μόνον τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Ελληνες, Εβραίους, Αρμένιους, λαούς της Βαλκανικής και άλλους) και μάλιστα τους χριστιανούς, των οποίων η ζωή έγινε συνώνυμη με την εξαθλίωση λόγω της βαρύτατης φορολογίας, των καταπιεστικών γενικά μέτρων και των ταπεινώσεων από τον κατακτητή.


Οι σημαντικότερες και πλέον οδυνηρές διακρίσεις σε βάρος των υποδούλων συνίσταντο στο διπλό φόρο, τον κεφαλικό και τον έγγειο φόρο, γνωστό ως χαράτσι .


Ο πρώτος καταβαλλόταν ως τίμημα που πλήρωναν οι “άπιστοι” για να εξασφαλίσουν τη ζωή τους και το δικαίωμα να κατοικούν εντός της επικράτειας του Ισλάμ.


Η καταβολή του δεύτερου αποτελούσε απόδειξη, με την οποία αναγνωριζόταν ότι η γη που αφηνόταν στους χριστιανούς ως ιδιοκτησία τους δεν ανήκε θεωρητικά στους ίδιους, αλλά στον Αλλάχ και στο νόμιμο εκπρόσωπο του, τον σουλτάνο.


Τα προνόμια και οι θεσμοί Οι ραγιάδες χωρίστηκαν, με βάση τη θρησκεία ή το δόγμα, σε μιλλέτια ή κοινότητες , στις οποίες παραχωρήθηκε κάποια μορφή αυτοδιοίκησης.


Η ορθόδοξη κοινότητα ήταν η πιο πολυάριθμη και η σπουδαιότητά της αναγνωρίστηκε αμέσως μετά την Άλωση.


Ο Μωάμεθ Β’ περιέβαλε το νέο πατριάρχη Γεννάδιο Β’ με κύρος που ξεπερνούσε εκείνο του θρησκευτικού ηγέτη.


Ο πατριάρχης αναδείχθηκε πλέον σε εθνάρχη , δηλαδή σε πνευματικό και ταυτόχρονα πολιτικό αρχηγό των ορθόδοξων χριστιανών, με δικαίωμα παρέμβασης ενώπιον της Υψηλής Πύλης για όλα τα θέματα που τους αφορούσαν.


Η Εκκλησία ανέλαβε έτσι ποικίλες δικαιοδοσίες και καθήκοντα, εκτός από τα θρησκευτικά, με αποτέλεσμα να αναπτύξει μια ισχυρή διοικητική οργάνωση.


Παρά τα προνόμια, όμως, οι “άπιστοι” αποκλείονταν από τις δημόσιες θέσεις και όσοι Έλληνες κατέλαβαν διάφορα αξιώματα βρίσκονταν έξω από το πλαίσιο της επίσημης κρατικής ιεραρχίας.


Οι υπόδουλοι και ιδιαίτερα οι Έλληνες δεν υπέφεραν μόνο από τους δυσβάστακτους φόρους και τη διοικητική αυθαιρεσία.


Κινδύνευαν να αφανιστούν ως γένος με την εφαρμογή, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης, τριών μουσουλμανικών θεσμών, του παιδομαζώματος , του εξισλαμισμού και της υποχρεωτικής ναυτολόγησης παράλιων πληθυσμών, κυρίως του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου.


Ως αντίβαρο προς τους παραπάνω παράγοντες φθοράς λειτούργησε ο γνωστός στον ελληνικό κόσμο από την Αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο πολιτικός θεσμός της κοινότητας .


Αποτελούσε ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης (οι κάτοικοι κάθε χωριού ή πόλης αποτελούσαν μια κοινότητα) προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις της οθωμανικής πολιτικής, που εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στον ελληνικό χώρο.


Η είσπραξη των φόρων και η τοπική αυτοδιοίκηση Η ευθύνη για την κατανομή και την είσπραξη των φόρων είχε ανατεθεί από τους Οθωμανούς στις κοινότητες.


Η σημαντική αυτή αρμοδιότητα συντέλεσε στην ανάπτυξη του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης και στην αύξηση του κύρους της.


Οι επικεφαλής των κοινοτήτων εκλέγονταν άμεσα ή έμμεσα από τα μέλη και έφεραν διάφορους τίτλους, όπως πρόκριτοι, κοτζαμπάσηδες, γέροντες, δημογέροντες, άρχοντες και προεστώτες .


Κριτήρια για την εκλογή τους ήταν το σεβάσμιο της ηλικίας τους, η οικονομική τους δύναμη, οι γενικότερες ικανότητές τους και η επιρροή τους στην οθωμανική διοίκηση.


Τις περισσότερες φορές τα αξιώματα αυτά εξελίσσονταν σε κληρονομικά που τα νέμονταν λίγες οικογένειες.


Κατά κανόνα, πάντως, η εκλογή των κοινοτικών αρχόντων γινόταν χωρίς την παρέμβαση των οθωμανικών αρχών.


Ετσι, τόσο η δυνατότητα εκλογής κοινοτικών αρχόντων όσο και η από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων ενίσχυαν το πνεύμα αλληλεγγύης και συλλογικής ευθύνης και καθιστούσαν τις κοινότητες εστίες δημοκρατικού πνεύματος και σφυρηλάτησης της εθνικής συνείδησης.


Ερωτήσεις