FastLean.gr Ιστορία - B' Λυκείου 6.6. Η ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΗ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ (1460-1650) ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (15ος -16ος αι.).

Η μέση και ύστερη Λατινοκρατία στον Ελλαδικό χώρο (1460-1650) και στην Κύπρο (15ος- 16ος αι) Μέχρι το 1461 οι Τούρκοι είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο τμήμα του ελλαδικού χώρου.

Ωστόσο, για αρκετό ακόμα χρονικό διάστημα οι Λατίνοι εξακολουθούσαν να κατέχουν ελληνικά εδάφη, νησιά και παραλιακές ζώνες, που είχαν καταλάβει κατά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204).

Στις περισσότερες λατινοκρατούμενες περιοχές κυριαρχούσαν οι Βενετοί, ενώ άλλες αποτελούσαν κτήσεις διάφορων ηγεμονικών οίκων των ιταλικών πόλεων.

Ετσι, όταν αναφερόμαστε κατά την περίοδο αυτή σε Λατινοκρατία , το ενδιαφέρον μας στρέφεται περισσότερο στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές.

Γενικά, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση στις λατινοκρατούμενες περιοχές διαμορφώθηκε με βάση το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα.

Η γη χωρίστηκε σε φέουδα, ενώ ανάλογη ήταν και η κοινωνική διάρθρωση, που περιλάμβανε κατά βάση δύο κατηγορίες, τους ευγενείς (κατακτητές και ντόπιους) και το λαό (αστούς και ελεύθερους χωρικούς).

Οι αυθαιρεσίες των φεουδαρχών προκαλούσαν συχνές εξεγέρσεις των κατοίκων, που καταπνίγονταν με τη βία.

Η κοινωνία, σε όσες βενετοκρατούμενες κτήσεις απέμειναν κατά το 16ο και 17ο αιώνα, γνώρισε, όπως και οι δυτικές κοινωνίες της ίδιας εποχής, την παρακμή της φεουδαρχίας και υπέστη ανακατατάξεις στη δομή και στη σύνθεσή της.

Η οικονομία στηριζόταν στην αγροτική καλλιέργεια και στη βιοτεχνία, η οποία βρισκόταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε καλύτερη μοίρα από την αντίστοιχη των κατεχόμενων από τους Τούρκους περιοχών, λόγω της μη διακοπής του εμπορίου.

Ωστόσο, το εισόδημα μόλις αρκούσε για να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες των κατοίκων, γιατί ο κυρίαρχος κρατούσε για λογαριασμό του το πλεόνασμα από την παραγωγή.

Το γενικό αυτό πλαίσιο παρουσιάζει, βέβαια, διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Λατίνων κατακτητών και τις τοπικές συνθήκες.

Πάντως, σαφή συμπεράσματα για την πορεία του υπό λατινική κυριαρχία Ελληνισμού μπορούν να εξαχθούν από τις βενετοκρατούμενες περιοχές, τις πλέον σημαντικές και μακροχρόνιες λατινικές κτήσεις στον ελλαδικό χώρο.

Η Κύπρος Η βενετική κυριαρχία στην Κύπρο (14891571) επέφερε αλλαγές στο καθεστώς που ίσχυε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της νήσου από το γαλλικό οίκο των Λουζινιάν (1192-1489).

Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας που απέκτησε η διοίκηση και η μετάθεση των σημαντικότερων διοικητικών αρμοδιοτήτων στη Βενετία είχαν ως συνέπεια τον αυστηρό έλεγχο κάθε δραστηριότητας του πληθυσμού.

Το πλαίσιο αυτό και η προτεραιότητα που έδωσε η Βενετία στη στρατηγική σημασία του νησιού δεν επέτρεψαν στην Κύπρο να διατηρήσει την οικονομική ακμή του προηγούμενου αιώνα.

Στον πνευματικό τομέα για τους ίδιους λόγους σημειώθηκε υστέρηση, σε σύγκριση πάντοτε με την προηγούμενη περίοδο των Λουζινιάν.

Παρά το γεγονός ότι ο 15ος και ο 16ος είναι οι αιώνες της μεγάλης Αναγέννησης στην Ιταλία, ο απόηχος της πρώτης φθάνει αμυδρός στην Κύπρο.

Η Βενετία δεν προωθεί την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά μόνον την κατασκευή οχυρωματικών έργων.

Η πολιτική αυτή εκφράζει τη ρεαλιστική νοοτροπία μιας εμπορικής δύναμης, η οποία θεωρεί το νησί ως εμπορική βάση που έπρεπε να διασφαλιστεί χάριν των οικονομικών συμφερόντων της.

Η έμφαση της βενετικής πολιτικής σε τομείς της άμυνας είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, αφού ο ασφυκτικός κλοιός της λατινικής εκκλησίας πάνω σ’ αυτήν χαλάρωσε.

Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, επίσης, στον απόηχο της προσέγγισης της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη στη Σύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας (1438-1439).

Η βενετική κυριαρχία στην Κύπρο, καθώς στηριζόταν σε όρους πολιτικής και κοινωνικής ανισότητας, προκαλούσε την έντονη δυσαρέσκεια του πληθυσμού που βρήκε την έκφρασή της στο εθνικό και κοινωνικό κίνημα του Διασσωρίνου.

Οι ανατρεπτικές όμως ενέργειές του προδόθηκαν στις βενετικές αρχές με αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του να βρούν μαρτυρικό θάνατο (1492).

Η ιδεολογική βάση του κινήματος αυτού και η χρησιμοποίηση της διαπαιδαγώγησης του λαού με τις ελληνικές πνευματικές αξίες ως μέσου αφύπνισης και προαγωγής του εθνικού φρονήματος είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το κίνημα του εμπνευσμένου αυτού δασκάλου ως εθνικό.

Η Κρήτη Η Κρήτη αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία για τη Βενετία μετά την απώλεια της Εύβοιας (1470), της Κορώνης (1500), του Ναυπλίου (1540), των Βόρειων Σποράδων (1540) και της Κύπρου (1571).

Οι Βενετοί, οι οποίοι απέδιδαν ανέκαθεν μεγάλη σημασία στην Κρήτη για τη στρατηγική της θέση και για τα αγροτικά της προϊόντα με τα οποία εφοδιαζόταν η αγορά της Βενετίας, άρχισαν μετά τις νέες τουρκικές κατακτήσεις να δείχνουν ιδιαίτερη φροντίδα για το νησί.

Ωστόσο, αυτή η μεταβολή της πολιτικής τους ελάχιστα μπορούσε να αποδώσει, αφού στο μεταξύ η Βενετία είχε μπει σε τροχιά παρακμής.

Το σοβαρότερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Βενετοί στο εσωτερικό του νησιού ήταν η ενεργός αντίσταση του κρητικού λαού, που είχε εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα.

Στα κινήματα συμμετείχαν εκτός από τους χωρικούς, που αποτελούσαν την πλέον αδικημένη κοινωνική ομάδα, οι λαϊκές τάξεις και οι αστοί των πόλεων μαζί με τον ορθόδοξο κλήρο.

Το χρόνο που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Τούρκων (1453), εκδηλώθηκε η πρώτη επαναστατική κίνηση των Κρητικών στο Ρέθυμνο.

Λίγα χρόνια αργότερα (1460-62) οργανώθηκε και νέα συνωμοτική κίνηση, που έγινε αφορμή να λάβουν οι Βενετοί σκληρά μέτρα στο νησί.

Η τελευταία μεγάλη επαναστατική κίνηση σημειώθηκε στα Σφακιά το 1527 και είχε κυρίως κοινωνικά αίτια.

Οι βενετικές πολιτικές αρχές, παρά τη λήψη μέτρων υπέρ των Καθολικών σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τήρησαν κατά κανόνα ουδετερότητα στις ενδοκρητικές αντιδικίες μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.

Η πολιτική αυτή βοήθησε στην προσέγγιση των Λατίνων με τους Ορθοδόξους.

Κατά τον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας, το 17ο, οι συγκυρίες διαμόρφωσαν ευνοϊκές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για εντυπωσιακή άνθηση της κρητικής λογοτεχνίας με αντιπροσωπευτικά έργα τη θυσία του Αβραάμ, την Ερωφίλη, τον Ερωτόκριτο κ.

ά.

Τα Επτάνησα Η προσάρτηση της Επτανήσου στον αποικιακό κορμό της Βενετίας έγινε σταδιακό (1386, Κέρκυρα -1684, Λευκάδα) και με διαφορετικό τρόπο, γεγονός που καθόρισε και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της βενετικής κυριαρχίας σε κάθε νησί.

Στα Επτάνησα το φεουδαρχικό σύστημα εφαρμόστηκε με ποικίλες παραλλαγές, καθώς αναμείχθηκε με παλαιές τοπικές συνήθειες και με δυτικά στοιχεία που προϋπήρχαν.

Τα Επτάνησα, γέφυρα μεταξύ της οθωμανικής επικράτειας και της Ιταλικής Χερσονήσου, αναδείχθηκαν ως κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου.

Η παρεμβατική όμως και μονοπωλιακή πολιτική εμπόδιζε την ανάπτυξη της εγχώριας εμπορικής ναυτιλίας.

Οι κοινωνικές συγκρούσεις στα Επτάνησα έλαβαν τη μορφή είτε της κοινωνικής αντιδικίας μεταξύ αστών και ευγενών είτε λαϊκών εξεγέρσεων, όπως το ρεμπελιό των ποπολάρων στη Ζάκυνθο (1628), οι στάσεις στην Κέρκυρα (1640), στα Κύθηρα (1780) και αλλού.

Τα Επτάνησα υπήρξαν το καταφύγιο για τους Έλληνες που δεν ήθελαν να ζήσουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό και χώρος ομαδικών εγκαταστάσεων προσφύγων.

Μάλιστα, μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Τούρκους (1669), τα Επτάνησα δέχθηκαν ένα μεγάλο κύμα προσφύγων από την Κρήτη, που έφεραν μαζί τους πολλά στοιχεία της τέχνης και της λογοτεχνίας τους.

Τα Επτάνησα, γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, κατά τη μακρόχρονη βενετική κυριαρχία, ήλθαν σε επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα και οικειοποιήθηκαν τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, διατηρώντας όμως την ελληνική παράδοση, τη γλώσσα και τη θρησκεία.

Πολιτισμική διαφοροποίηση Η πολιτική της Βενετίας επέτρεπε την ελεύθερη διακίνηση των κατοίκων των βενετοκρατούμενων περιοχών προς την Ιταλία για εκπαιδευτικούς σκοπούς.

Ετσι, τόσο η Βενετία όσο και τα άλλα ιταλικά πνευματικά κέντρα (Πάδοβα, Φλωρεντία, Πίζα κ.

ά.

) υπήρξαν χώροι συνάντησης Κρητικών, Επτανησίων, Κυπρίων και άλλων Ελλήνων από βενετοκρατούμενες περιοχές.

Η Βενετία είχε φροντίσει να σπουδάζουν οι υπήκοοι της στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, που ήταν κατεξοχήν φιλελεύθερο ίδρυμα, γεγονός που μας επιτρέπει να έχουμε σαφέστερη αντίληψη για τη μορφή της παιδείας που μεταλαμπάδευαν οι Έλληνες φοιτητές στις πατρίδες τους.

Την ίδια περίοδο (15ος αι.

) στις τουρκοκρατούμενες περιοχές η Πατριαρχική Ακαδημία Της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε τη μοναδική πνευματική εστία του Ελληνισμού.

Μόλις στις αρχές του 16ου αιώνα άρχισαν να καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες για αναγέννηση της παιδείας.

Ερωτήσεις