Οικονομικές εξελίξεις: Οι απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης οι οικονομικές θεωρίες α.
Οι απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης Οι οικονομικές εξελίξεις που συντελούνται στη Δυτική Ευρώπη προοδευτικά από την περίοδο των ανακαλύψεων λαμβάνουν, κατά το 18ο αιώνα, τη μορφή ριζικών μεταβολών, με κύρια χαρακτηριστικά την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, την αλματώδη ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος, του εμπορίου και της βιοτεχνίας.
Τα υψηλά κέρδη από τις παραπάνω δραστηριότητες προκάλεσαν μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίων που αναζητούσαν επενδυτικές διεξόδους στη βιοτεχνική παραγωγή.
Παράλληλα, παρατηρήθηκε δημογραφική έκρηξη και αυξημένη ζήτηση αγαθών λόγω της βελτίωσης των όρων διαβίωσης των πληθυσμών, ενώ μεγάλες μάζες του αγροτικού πληθυσμού συνέρρεαν στις πόλεις για να εργαστούν στις βιοτεχνίες.
Οι τελευταίες, βέβαια, δε θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση, αν δεν μετεξελίσσονταν σε βιομηχανίες, αξιοποιώντας τη νέα τεχνολογία και τις νέες πηγές ενέργειας, τη χρήση δηλαδή των μηχανών, του γαιάνθρακα και του ατμού.
Με την τελειοποίηση της ατμομηχανής από τον Βατ (1736-1819) ο ρυθμός και η ποσότητα της παραγωγής αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Η μηχανή διαδόθηκε ταχύτατα, αρχικά στην υφαντουργία και αργότερα στη μεταλλουργία.
Οι μεταβολές αυτές διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την έναρξη ενός ριζικού οικονομικού μετασχηματισμού, της βιομηχανικής επανάστασης , κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, που ξεκίνησε πρώτα από την Αγγλία, για να επεκταθεί κατά το 19ο αιώνα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η επανάσταση αυτή δεν περιορίσθηκε μόνο στη βιομηχανία, αλλά επεκτάθηκε και στους τομείς των χερσαίων και θαλάσσιων μεταφορών, με τη διευρυνόμενη χρήση του σιδηροδρόμου και του ατμοπλοίου.
Η βιομηχανική επανάσταση στην ηπειρωτική Ευρώπη άρχισε λίγο αργότερα, σε σχέση με την Αγγλία, τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με την ανάπτυξη βιομηχανιών υφαντουργίας στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία.
Μετά τα μέσα του αιώνα θα αρχίσει η ταχεία εκβιομηχάνιση των χωρών αυτών, καθώς και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Όσον αφορά όμως τις μεσογειακές χώρες και εκεί νες της ανατολικής Ευρώπης, αυτές παρέμειναν για μεγάλο διάστημα στο περιθώριο των εξελίξεων.
Οι οικονομικές θεωρίες Τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μετά την εκδήλωση της βιομηχανικής επανάστασης ανάγκασαν τα κράτη να επαναπροσδιορίσουν την οικονομική τους πολιτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις.
Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά και η οικονομική σκέψη του Διαφωτισμού, η οποία επιζητούσε αποδέσμευση της οικονομικής ζωής από τον μερκαντιλισμό των προηγούμενων αιώνων (16ος-17ος), τον κρατικό, δηλαδή, παρεμβατισμό, που περιόριζε την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα.
Εναντίον της οικονομικής αυτής αντίληψης του μερκαντιλισμού στρέφονται οι οικονομολόγοι που ονομάζονται φυσιοκράτες και οι οπαδοί της φιλελεύθερης οικονομίας.
Σύμφωνα με τους φυσιοκράτες , που θεωρούσαν τη γεωργία ως βασική πηγή πλούτου, έπρεπε να εφαρμοστούν και στην οικονομία οι νόμοι της φύσης, που δεν εμποδίζουν την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα.
Οι σπουδαιότεροι φυσιοκράτες ήταν ο Κεναί (1694-1774), ο Γκουρναί (1712-1759) και ο Τυργκό (1727-1781).
Είναι φανερό ότι ο αγροτικός χαρακτήρας της γαλλικής οικονομίας επηρέασε τους Γάλλους αυτούς οικονομολόγους στη διαμόρφωση της οικονομικής τους αντίληψης.
Ωστόσο, ο Γκουρναί εκφράζει με τη θεωρία του μια γενικότερη οικονομική αντίληψη που προοιωνίζεται τον οικονομικό φιλελευθερισμό (liberalismus), του οποίου θεμελιωτής είναι ο Σκώτος Άνταμ Σμιθ (1723-1790).
Στο έργο του Έρευνα για τα αίτια του πλούτου των εθνών (1776) ο Σμιθ διατυπώνει το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και υποστηρίζει ότι αυτός ο νόμος ουσιαστικά ρυθμίζει την παραγωγή, τη διακίνηση και τις τιμές των αγαθών.
Το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομική δραστηριότητα με δασμούς και φόρους.
Η θεωρία της φιλελεύθερης οικονομίας αναπτύχθηκε κυρίως στην Αγγλία, όπου είχε προχωρήσει η εκβιομηχάνιση.
Η ελευθερία στις οικονομικές δραστηριότητες εκφράστηκε την εποχή αυτή κυρίως με την επιγραμματική διατύπωση laissez faire, laissez passer , αφήστε τους ανθρώπους να δρουν ελεύθεροι στην οικονομική ζωή, αφήστε τα αγαθά να διακινούνται ελεύθερα .
Η διατύπωση αυτή απηχούσε τις απόψεις της αστικής τάξης και οδήγησε στη διαμόρφωση του κεφαλαιοκρατικού ή καπιταλιστικού συστήματος* , που συνέβαλε από τη μια πλευρά στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά από την άλλη προκάλεσε κοινωνικά αδιέξοδα και νέες ιδεολογικές αναζητήσεις.
Ταυτόχρονα, ο μονόπλευρος καταμερισμός του πλούτου οδήγησε σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και προκάλεσε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις κατά το 19ο αιώνα.
Η βιομηχανική επανάσταση και η εφαρμογή του οικονομικού φιλελευθερισμού είχαν ως συνέπεια την αύξηση της παραγωγής, την ανάπτυξη των χερσαίων και των θαλάσσιων συγκοινωνιών και τη δημιουργία νέων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Παράλληλα, όμως, η ανάγκη αναζήτησης νέων αγορών και πρώτων υλών όξυνε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και αποτέλεσε τροφοδότη του ιμπεριαλισμού .
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η βιομηχανική επανάσταση είχε ως επίκεντρο την Αγγλία, τη μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στον κόσμο.
Ήταν φυσικό λοιπόν, αφού η οικονομική ανάπτυξη και η ισχύς των μητροπόλεων βρίσκονταν σε συνάρτηση με το μέγεθος και την έκταση των αποικιών, χώρες, όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία, να επιδοθούν σ’ έναν οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Οι πολεμικές συγκρούσεις περιορισμένης ή και ευρύτερης κλίμακας, ως εκδήλωση αυτού του ανταγωνισμού, βρίσκουν την πιο χαρακτηριστική έκφραση τους στην αντιπαράθεση Αγγλίας - Γαλλίας, αφού οι δύο αυτές χώρες πρωταγωνίστησαν σε όλους σχεδόν τους ευρωπαϊκούς πολέμους του 18ου αιώνα.